Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου 2010

Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια: Ενότητα 9, Η ηθική αρετή είναι μεσότητα

Στόχοι ενότητας 9:
Να μάθουν οι μαθητές και οι μαθήτριες ότι:
ü     η έννοια της μεσότητας σχετίζεται (α) με τα πάθη και τις πράξεις, (β) εξαρτάται από τις συνθήκες του χρόνου, του σκοπού, του τρόπου κτλ.
ü     η ηθική αρετή συνίσταται σ' αυτού του είδους τη μεσότητα.

Η μεσότητα στα πάθη
Και στα πάθη[1] (όπως και στις τέχνες) η υπερβολή και η έλλειψη δεν είναι κάτι καλό. Εκείνο που απαιτείται είναι η μεσότητα.
Τι είναι όμως η μεσότητα στα πάθη;
1.     Το να κάνει κάποιος κάτι όταν πρέπει να το κάνει, στην κατάλληλη στιγμή – Χρόνος πάθους
[να φοβηθεί ή να δείξει θάρρος όταν πρέπει, να επιθυμήσει κάτι όταν πρέπει, να οργιστεί, να συμπονέσει, να ευχαριστηθεί ή να λυπηθεί όταν πρέπει]
2.     Το να κάνει κάποιος όλα αυτά:
ü       κάτω από τις συνθήκες που πρέπει – Συνθήκες/πλαίσιο πάθους
ü       σ’ αυτούς τους ανθρώπους που είναι σωστό/που πρέπει να τα κάνει - Πρόσωπα πάθους
ü       για το σκοπό που πρέπει να τα κάνει. – Σκοπός πάθους
ü       όπως πρέπει να τα κάνει. - Τρόπος πάθους
Άρα για να εξετάσουμε αν η συμπεριφορά ενός ατόμου χαρακτηρίζεται από τη μεσότητα πρέπει να εξετάσουμε όλες αυτές τις παραμέτρους/προϋποθέσεις.
Αυτό σημαίνει ότι η ίδια συμπεριφορά σε διαφορετικό χρόνο ή κάτω από άλλες συνθήκες ή όταν αναφέρεται σε άλλους ανθρώπους ή εκδηλώνεται με διαφορετικό τρόπο ή σκοπό μπορεί άλλοτε να είναι αρετή και άλλοτε όχι.

Η μεσότητα στις πράξεις
Ό,τι ισχύει για τα πάθη ισχύει και για τις πράξεις που έχουν σχέση με την αρετή. Δηλαδή και εδώ υπάρχει υπερβολή, έλλειψη και μεσότητα.
Παράδειγμα: Το να ξοδεύει κάποιος περισσότερα χρήματα από όσα πρέπει είναι υπερβολή. Το να ξοδεύει κάποιος λιγότερα χρήματα από όσα πρέπει είναι έλλειψη.
Μεσότητα είναι να ξοδεύει κάποιος τόσα χρήματα όσα πρέπει, όσα απαιτούν οι συνθήκες/το πλαίσιο να ξοδεύει, για το σκοπό που πρέπει και για εκείνους που πρέπει.

Το επιχείρημα του Αριστοτέλη
Ο Αριστοτέλης θέλει να αποδείξει ότι η αρετή είναι μεσότητα. Το επιχείρημά του έχει ως εξής:
Προκείμενη 1: Όταν στα πάθη και στις πράξεις έχουμε μεσότητα τότε λέμε ότι πετυχαίνουμε το ορθό/το σωστό και αυτό το πράγμα επαινείται (κοινωνικός έπαινος)[2].
[Αναλυτική διατύπωση προκείμενης 1: Όταν στα πάθη και στις πράξεις έχουμε είτε υπερβολή είτε έλλειψη τότε δεν πετυχαίνουμε το ορθό, αποτυχαίνουμε στο στόχο μας. Και αυτό κατακρίνεται (κοινωνικός ψόγος), «ἡ δ᾽ ἀρετὴ περὶ πάθη καὶ πράξεις ἐστίν, ἐν οἷς ἡ μὲν ὑπερβολὴ ἁμαρτάνεται καὶ ἡ ἔλλειψις [ψέγεται]». Όταν στα πάθη και στις πράξεις έχουμε μεσότητα τότε πετυχαίνουμε το ορθό, πράττουμε το σωστό, ενεργούμε με επιτυχία. Και αυτό επαινείται (κοινωνικός έπαινος), «τὸ δὲ μέσον ἐπαινεῖται καὶ κατορθοῦται»].
Προκείμενη 2: Η επιτυχία του ορθού/η επίτευξη του σωστού και ο έπαινος αυτού του πράγματος είναι ιδιότητες της αρετής, είναι αρετή[3].
Συμπέρασμα: Η αρετή είναι μεσότητα [= Μεσότης τις ρα στν ρετή].
Σχολιασμός επιχειρήματος: Στην ενότητα αυτή εξετάζει αναλυτικά και υποβάλλει σε λογικό έλεγχο τον προηγούμενο (ενότητα 8) υποθετικό συλλογισμό.
Η διατύπωση πλέον είναι κατηγορηματική και ρητή. Η σχετική πρόταση εκφέρεται με οριστική:  μεσότης τις ἄρα ἐστὶν ἡ ἀρετή, στοχαστική γε οὖσα τοῦ μέσου

μᾶλλον καὶ ἧττον, καὶ ἀμφότερα οὐκ εὖ· τὸ δ᾽ ὅτε δεῖ καὶ ἐφ᾽ οἷς καὶ πρὸς οὓς καὶ οὗ ἕνεκα καὶ ὡς δεῖ
Τα συγκριτικά «μᾶλλον», «ἧττον» δηλώνουν αντίστοιχα την υπερβολή και την έλλειψη και, επομένως, κάτι που είναι λάθος, «οὐκ εὖ». Προκύπτει όμως το ερώτημα λιγότερο ή περισσότερο από τι;
Είναι φανερό ότι η σύγκριση γίνεται με το δέον, με αυτό που πρέπει[4]. Ποιο περιεχόμενο όμως έχει όμως «εκείνο που πρέπει»; Ποια είναι τα κριτήρια της ορθότητας των ανθρώπινων πράξεων; Πώς διαμορφώνονταν αυτά; Τι καθόριζε το πρέπει («δεῖ»), τον κοινωνικό έπαινο/την κοινωνική αποδοχή μιας πράξης («ἐπαινεῖται») και τον κοινωνικό ψόγο/κοινωνική καταδίκη μιας πράξης («ψέγεται»);
Από μια συγκριτική μελέτη των αρχαίων κειμένων μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι τα κριτήρια αυτά ήταν δύο:
1.     Το πνεύμα της κοινότητας[5] (=οι άγραφοι παραδοσιακοί κανόνες). Είναι οι κανόνες που διαμορφώνουν το πλαίσιο συμβίωσης των ανθρώπων σε μια κοινωνία και μέσα στο οποίο οι άνθρωποι αξιολογούνται συνεχώς με τις πράξεις τους και για τις πράξεις τους,
2.     Η παλαιότερη, αλλά και η κοντινότερη παράδοση του τόπου, που δημιουργεί τα πρότυπα και υποδείγματα συμπεριφοράς[6].  
Σχολιασμός των παραπάνω εννοιών:
1.     Οι έννοιες στις οποίες αναφέρεται εδώ ο Αριστοτέλης δεν έχουν κανένα μεταφυσικό ή θρησκευτικό χαρακτήρα. Οι έννοιες καλό και κακό θα αποκτήσουν τέτοια διάσταση με την επικράτηση του χριστιανισμού και τη διαμόρφωση ενός νέου λεξιλογίου για την εξυπηρέτηση αυτής της νέας θρησκείας. Για τους αρχαίους Έλληνες αναφέρονται στον αξιόλογο ή μη αξιόλογο πολίτη.
Και αξιόλογος πολίτης, ενάρετος πολίτης για τους αρχαίους Έλληνες είναι αυτός που κάνει το καθήκον του απέναντι στην πόλη-κράτος. Δηλαδή η αρετή του αρχαίου Έλληνα δεν ήταν προσωπική αρετή, αλλά πολιτική. Έχει σχέση με τον άνθρωπο ως πολιτικό ον και δεν είναι προσωπική, ατομική αρετή. Αν οι πράξεις ενός ανθρώπου είναι σύμφωνη με τους κανόνες της κοινωνικής συμβίωσης, τότε είναι ενάρετη.
2.     Οι έννοιες αυτές αλλάζουν μέσα στο χρόνο. Διαφορετικές πολιτισμικές προσμείξεις, επαφές, αλληλεπιδράσεις, αναθεωρήσεις οδηγούν σε επαναδιατύπωση του περιεχομένου των εννοιών αυτών. Αυτό σηματοδοτεί και τις διαφορές από ιστορική εποχή σε ιστορική εποχή.
3.     Οι έννοιες αυτές έχουν διαφορετικό περιεχόμενο από τόπο σε τόπο.


[1] Τα πάθη: Πάθη ονόμασε την επιθυμία, την οργή, το θάνατο, το θάρρος, το φθόνο, τη χαρά, τη φιλία, το μίσος, τον πόθο, τη ζήλια, την ευσπλαχνία, γενικά όλα όσα ακολουθούνται από ευχαρίστηση ή δυσαρέσκεια. Τα πάθη είναι ιδιότητες που έχει ο άνθρωπος ως βιολογικό είδος, μόνο και μόνο γιατί είναι άνθρωπος. Τα αριστοτελικά πάθη έχουν σημείο αναφοράς το χώρο της φυσιολογίας, της βιολογίας. Τα αριστοτελικά πάθη δε χαρακτηρίζουν τον άνθρωπο ως καλό ή ως κακό. Ο άνθρωπος αισθάνεται τα πάθη αυτά γιατί έτσι όρισε γι’ αυτόν η φύση. Επομένως ο άνθρωπος χαίρεται ή μισεί κοκ., χωρίς αυτό να τον κάνει ηθικά καλό ή ηθικά κακό.
[2] 
(α) Τ δ' τε δε κα φ'ος κα πρς ος κα ο νεκα κα ς δε, μέσον τε κα ριστον.
(β) περ [= τ ριστον] στν τς ρετς.
(γ) τὸ δ᾽ ὅτε δεῖ καὶ ἐφ᾽ οἷς καὶ πρὸς οὓς καὶ οὗ ἕνεκα καὶ ὡς δεῖ, μέσον τε καὶ ἄριστον, ὅπερ ἐστὶ τῆς ἀρετῆς.

(α) Τ μέσον παινεται κα κατορθοται.
(β) Τατα δ' μφω τς ρετς.

[4] Για παράδειγμα: φοβηθναι μλλον ἤ δεῖ, φοβηθῆναι ἧττον ἤ δεῖ, φοβηθῆναι ὅτε δεῖ φοβηθῆναι, φοβηθῆναι ἐφ’ οἷς δεῖ φοβηθῆναι
[5] Η πόλη-κράτος δεν είναι μόνο το βασικό πολιτικό σχήμα που κινείται ο αρχαίος Έλληνας, δεν είναι μόνο ένα διοικητικό, πολιτικό μόρφωμα, αλλά και μια κοινωνική συσσωμάτωση που διέπεται από συγκεκριμένους συμβολικούς και νοητικούς δεσμούς, οι οποίοι δημιουργούν το πλαίσιο μέσα στο οποίο δρουν τα άτομα και αξιολογούνται οι πράξεις τους.
[6] Σ’ αυτήν την παράδοση μπορούσε να ανατρέχει –σε κάθε περίπτωση της ζωής του-, αφού αυτή είχε δημιουργήσει τα πρότυπα άντρες-φορείς των αρετών, τους σπουδαίους άνδρας, όπως ήταν η αρχαία ελληνική έκφραση. Είχε επομένως ο αρχαίος Έλληνας για να προετοιμάσει τις πράξεις του ή για να τις αξιολογήσει εκ των υστέρων πρότυπα και υποδείγματα, για να αποφασίζει στην κάθε συγκεκριμένη στιγμή αν η πράξη του βρισκόταν κοντά ή όχι στην αρετή που τα πρότυπά του εκπροσωπούσαν.