Σάββατο 11 Δεκεμβρίου 2010

Πλάτωνας, Πρωταγόρας: Ενότητα 6: Η πολιτική αρετή ως κοινή και φυσική ιδιότητα όλων των ανθρώπων

ἔνθα δὴ πᾶς παντὶ θυμοῦται καὶ νουθετεῖ, δῆλον ὅτι ὡς ἐξ ἐπιμελείας καὶ μαθήσεως κτητῆς οὔσης: η φράση αποτελεί συμπέρασμα (δή) της προηγούμενης ενότητας. Λειτουργεί ως σύνδεση με τα προηγούμενα, τα οποία ανακεφαλαιώνει και συμπυκνώνει: οι άνθρωποι μπορούν με τη διδασκαλία να βελτιώσουν τα επίκτητα τους ελαττώματα, άρα μπορούν να διδαχτούν όσα συναπαρτίζουν την πολιτική και έτσι να την αποκτήσουν.

εἰ γὰρ ἐθέλεις ἐννοῆσαι τὸ κολάζειν, ὦ Σώκρατες, τοὺς ἀδικοῦντας τί ποτε δύναται, αὐτό σε διδάξει ὅτι οἵ γε ἄνθρωποι ἡγοῦνται παρασκευαστὸν εἶναι ἀρετήν: η φράση αυτή μας εισάγει στο επιχείρημα του Πρωταγόρα. Η ποινή που επιβάλλεται σε όσους αδικούν αποτελεί ισχυρή απόδειξη του διδακτού της αρετής.
     κολάζω = η ποινή επιβάλλεται για σωφρονισμό του αδικούντος
     τιμωρούμαι = η ποινή επιβάλλεται για ικανοποίηση του αδικημένου, του παθόντος.

Οι απόψεις του Πρωταγόρα για τις ποινές
Το κείμενο αυτό είναι παλαιότερο γραπτό δείγμα που σώζεται στο οποίο καταγράφεται μια προσπάθεια να συλλάβουν οι άνθρωποι την ποινή ως ανθρώπινο θεσμό (κοινωνική κατασκευή) που εξυπηρετεί ορισμένη κοινωνική σκοπιμότητα.
     Για αιώνες οι άνθρωποι σε πολλές και διαφορετικές κοινωνίες έβλεπαν τις ποινές:
     α) μέσα από το πρίσμα του «τελετουργικού άγους», ως μαγική απαλλαγή από κάποιο μίασμα.  Σκοπός της ποινής ήταν αφενός μεν η τιμωρία του δράστη, η ικανοποίηση του παθόντος ή των συγγενών του και αφετέρου η αποκατάσταση της ηθικής τάξης. Οι άδικοι συνήθως έφταναν στην ύβρη, ένα παράπτωμα που συνιστούσε πρόκληση και ασέβεια ενάντια στο θείο. Επομένως η τίσις (=παραδειγματική τιμωρία) ήταν θεάρεστο έργο και η ποινή λειτουργούσε ως αποκατάσταση της διασαλευθείσης ηθικής τάξεως. 
β) την εξίσωναν με τη θεϊκή ανταπόδοση.
Μια σύγχρονη θεώρηση του προβλήματος των ποινών θα έπρεπε να αρθρώνεται σε τρεις παραμέτρους:
α) ποια είναι η έννοια της ποινής; (ο ορισμός)
β) τι σκοπό εξυπηρετούν οι ποινές; ποια είναι η αξία του σκοπού αυτού; πώς θεμελιώνουν οι σκοποί αυτοί ηθικά ή λογικά τις ποινές (δικαιολόγηση)
γ) ποιοι άνθρωποι επιβάλλονται σε ποινές; σε ποιο πλαίσιο; ποια ποινή πρέπει να επιβάλλεται σε κάθε περίπτωση; (εφαρμογή της έννοιας)
Ο Πρωταγόρας δεν απαντά στο πρώτο ερώτημα. Απαντά στα άλλα δύο και υποστηρίζει:
ü     Οι ποινές έχουν σκοπό την αποθάρρυνση κάθε συμπεριφοράς που δεν είναι κοινωνικά αποδεκτή.
ü     Ο σκοπός αυτός δικαιολογεί την πρακτική των ποινών.
ü     Σε ποινές θα πρέπει να υποβάλλονται εκείνοι μόνο οι παραβάτες που η τιμωρία τους πρόκειται να αποτρέψει τους ίδιους ή άλλους από την επανάληψη της παράβασης ή τη διάπραξη νέων παραβάσεων.
ü     Η ποινή έχει παιδευτικό χαρακτήρα και όχι κατασταλτικό σκοπό, σωφρονιστικό και όχι εκδικητικό.
Οι απόψεις αυτές του Πρωταγόρα μπορούν να συγκριθούν με όσα υποστήριξε ο Ιταλός Τζεζάρε Μπεκαρία (Cesare Beccaria) την εποχή του Διαφωτισμού[1]:  η ποινή είναι πιο αποτελεσματική όταν επιτυγχάνει τη μη επανάληψη του αδικήματος από το δράστη και την αποτροπή των υπολοίπων και όχι αν είναι ιδιαίτερα σκληρή για τον αδικούντα. 

Ο συλλογισμός του Πρωταγόρα
α) Οι άνθρωποι γενικά και κυρίως οι Αθηναίοι τιμωρούν όσους έχουν αδικήσει όχι για να εμποδίσουν την πράξη αυτή καθεαυτή (οὐ τοῦ παρεληλυθότος ἕνεκα ἀδικήματος τιμωρεῖται), αφού αυτή διαπράχθηκε, αλλά για να παραδειγματίσουν και τον ίδιο τον αδικούντα και τους άλλους (ἀλλὰ τοῦ μέλλοντος χάριν, ἵνα μὴ αὖθις ἀδικήσῃ μήτε αὐτὸς οὗτος μήτε ἄλλος ὁ τοῦτον ἰδὼν κολασθέντα, ἀποτροπῆς γοῦν ἕνεκα κολάζει).
     Άρα οι άδικοι, σύμφωνα με τον Πρωταγόρα, μπορούν να διδαχτούν τη δικαιοσύνη (που αποτελεί βασικό συστατικό στοιχείο της πολιτικής αρετής) μέσω της τιμωρίας, αφού η ποινή είναι ένα μέσο παιδαγωγικού σωφρονισμού.
β) Μόνο στα θηρία ισχύει η άλογη τιμωρία ως εκδίκηση (ὥσπερ θηρίον ἀλογίστως τιμωρεῖται). Στις ανθρώπινες κοινωνίες η τιμωρία έχει βελτιωτικό χαρακτήρα, είναι έλλογη (ὁ δὲ μετὰ λόγου ἐπιχειρῶν κολάζειν).
     Η ποινή στις οργανωμένες κοινωνίες εξυπηρετεί τους εξής σκοπούς: α) εκφοβιστικό, β) εκδικητικό, γ) επανορθωτικό, δ) διδακτικό-παιδευτικό. 
     Ο Πρωταγόρας μένει στον τελευταίο στόχο της ποινής (σωφρονιστικός ρόλος για τον αδικούντα, παραδειγματισμός για τους λοιπούς). Έτσι πράττουν οι Αθηναίοι, πεπεισμένοι ότι μπορούν να βελτιώσουν τους αδικούντες μέσω του παιδευτικού χαρακτήρα της αρετής.
Συμπέρασμα: Η αρετή μπορεί να διδαχτεί.

Κριτική αξιολόγηση του επιχειρήματος:
Το επιχείρημα δε στέκει, το συμπέρασμα είναι αυθαίρετο και μη πειστικό, αφού γίνεται χρήση του σοφίσματος: λήψη του ζητούμενου.
     α) Για να αποδείξει ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται θεωρεί δεδομένο ότι η αρετή μπορεί να διδαχτεί. Επομένως οι Αθηναίοι επιβάλλουν ποινές με στόχο διδακτικό-παιδευτικό. Αλλά αυτό είναι κάτι που πρέπει να αποδειχτεί.
     β) Ακόμα, ο Πρωταγόρας αποδίδει τις προσωπικές του απόψεις για τη στοχοθεσία των ποινών στο σύνολο της αθηναϊκής κοινωνίας. Αυτό όμως πρέπει να αποδειχτεί επίσης, διότι είναι κάτι που δεν ίσχυε. Γνωρίζουμε ότι επιβάλλονταν ποινές είτε για ικανοποίηση του θύματος (ή των συγγενών του) είτε για να απαλλαγεί η πόλη από κάποιο μίασμα (να αποκατασταθεί η εύνοια των θεών στην πόλη) και να αποκατασταθεί η ηθική τάξη σε αυτήν.

Η επιχειρηματολογία του Πρωταγόρα έχει εμπειρικό χαρακτήρα και είναι αναγκαία συνέπεια της γνωσιολογίας του.

Ο Πρωταγόρας βασίζει τα επιχειρήματά του στη συμπεριφορά και στις γνώμες/στάσεις/απόψεις της πλειοψηφίας.
Για τον Πρωταγόρα η αλήθεια είναι πάντα σχετική και δεν υπάρχουν απόλυτα κριτήριά της.
Σ’ έναν τέτοιο κόσμο βασιλεύει η σχετικότητα, η υποκειμενικότητα, η αλήθεια διαμορφώνεται μέσα από τις πλειοψηφίες που διαμορφώνονται κάθε φορά.
Η γνωσιοθεωρία του Πρωταγόρα σχετίζεται με τη δημοκρατική του ιδεολογία.

Από την άλλη πλευρά ο Σωκράτης και ο Πλάτωνας έχουν διαφορετική μεθοδολογία και αναζητούν (μέσω της διαλεκτικής) τη γενική αρχή της αλήθειας, το «γενικό χαρακτήρα των εννοιών».
Στο δεύτερο μέρος του διαλόγου ο Σωκράτης προσφεύγει σε μια αυστηρά παραγωγική μορφή συλλογισμού, όπου θέτει ως προϋπόθεση της απόδειξής τους τον ορισμό του «ολικού» περιεχομένου της αρετής, για να διαπιστώσει στη συνέχεια αν αυτή διαθέτει το κατηγόρημα του διδακτού.


[1] Ο Τζεζάρε Μπεκαρία (Cesare Beccaria) δημοσίευσε το 1764 το έργο του Περί εγκλημάτων και ποινών. Για τον Μπεκαρία βασική θέση κατέχει η Λογική, η κατανόηση του κράτους ως ένα είδος συμβολαίου, και, πάνω απ’ όλα, η αρχή της ωφέλειας ή της μέγιστης ευτυχίας του μέγιστου αριθμού ανθρώπων.
Εκτός από την καταδίκη της θανατικής ποινής (βασισμένη σε δύο επιχειρήματα:
α) επειδή το κράτος δεν έχει το δικαίωμα να αφαιρεί ζωές και
β) επειδή η θανατική ποινή δεν είναι ούτε χρήσιμη ούτε αναγκαία μορφή τιμωρίας), ο Μπεκαρία ανέπτυξε στην πραγματεία του πληθώρα καινοτόμων αρχών:
α) η τιμωρία πρέπει να έχει προληπτική και όχι κολαστική λειτουργία,
β) η τιμωρία πρέπει να είναι ανάλογη του διαπραχθέντος εγκλήματος,
γ) η βεβαιότητα της τιμωρίας, και όχι η αυστηρότητά της, οδηγεί στην πρόληψη,
δ) οι δικαστικές διαδικασίες πρέπει να είναι δημόσιες και τέλος
ε) προκειμένου να είναι αποτελεσματική, η τιμωρία πρέπει να είναι άμεση.

Δεν υπάρχουν σχόλια: