Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου 2010

Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια: Ενότητα 5, Η πραγμάτωση της ηθικής πράξης σημαίνει ευχαρίστηση

Στόχοι ενότητας 5[1]:
Να μάθουν οι μαθητές και οι μαθήτριες:
ü     τη βασική αριστοτελική έννοια της ἡδονῆς και την έννοια της λύπης.
ü     τη σχέση της ηθικής αρετής με την ἡδονή (και τη λύπη),
ü     να συνδέσουν την ηθική αρετή με τη ζωή στην πολιτική κοινωνία μέσω της παιδείας.

Ενότητες 1-5: η συλλογιστική πορεία του Αριστοτέλη
1.     Ενότητες 1-2: Η αρετή είναι έξη και δημιουργείται με την επανάληψη μιας πράξης.
2.     Ενότητες 3-4: Η ποιότητα μιας πράξης καθορίζει και την ποιότητα μιας έξης.
3.     Ενότητα 5: Την πράξη ακολουθεί πάντοτε ένα συναίσθημα ευχάριστο ή δυσάρεστο, ανάλογα με την ποιότητά της. Η ηθική αρετή σχετίζεται άμεσα με την ηδονή ή τη λύπη. 

ὁ μὲν γὰρ ἀπεχόμενος τῶν σωματικῶν ἡδονῶν ... ... περὶ ἡδονὰς γὰρ καὶ λύπας ἐστὶν ἡ ἠθικὴ ἀρετή: Ο άνθρωπος στην προσπάθειά του να κατακτήσει την ηθική αρετή έχει συνεχώς ανάγκη να επιβεβαιώνεται για την ορθότητα των ενεργειών του, για την ορθότητα γενικά της πορείας του. Ποιος όμως και τι θα βεβαιώσει τον άνθρωπο ότι βαδίζει στο δρόμο που θα τον οδηγήσει στην αρετή και όχι, ενδεχομένως, στο δρόμο που θα τον οδηγήσει στο αντίθετο της αρετής, στην κακία;
1.     Για τον Αριστοτέλη υπάρχει ένα αλάνθαστο αποδεικτικό στοιχείο: η ηδονή που συνοδεύει τις πράξεις μας. Με τον όρο ηδονή εννοείται η ευάρεστη διάθεση, η απόλαυση, η απολαυστική αίσθηση, το συναίσθημα ικανοποίησης, η ευχαρίστηση που συνοδεύει τις πράξεις που οδηγούν στην πρόσκτηση της ηθικής αρετής. Αν ένα άτομο διενεργεί κατ’ επανάληψη τέτοιου είδους πράξεις και αυτό του προκαλεί ευχαρίστηση, θα πει πως βαδίζει το δρόμο για την κατάκτηση της ηθικής αρετής. Αν αντίθετα οι ενέργειές του προκαλούν δυσαρέσκεια και λύπη, θα πει πως έχει πολύ ακόμα δρόμο μπροστά του ως την κατάκτηση της αρετής.
Σχηματοποιώντας το λεξιλόγιο που χρησιμοποιεί σ’ αυτή την ενότητα ο Αριστοτέλης για τις έννοιες ηδονή και λύπη ο Αριστοτέλης έχουμε:

ἡδονὴ
λύπη
χαίρειν[2]
λυπεῖσθαι / ἄχθεσθαι
χαίρων
λυπούμενος / ἀχθόμενος
μή λυπούμενος
λυπούμενος / ἀχθόμενος

2.     Δεν αρκεί να απέχει κάποιος από τις σωματικές ηδονές για να δικαιούται το χαρακτηρισμό του σώφρονα ανθρώπου. Σώφρων είναι όταν αυτή η αποχή από τις σωματικές ηδονές γίνεται γι’ αυτόν πηγή ευχαρίστησης και χαράς. Αν, αντίθετα, η αποχή από τις σωματικές ηδονές του προκαλεί λύπη και στενοχώρια, τότε (και παρά την αποχή του) θα εξακολουθήσει να λέγεται = να είναι ακόλαστος.
3.     Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση της ανδρείας: ανδρείος είναι αυτός που υπομένει τα δεινά και αυτό του προκαλεί χαρά ή –έστω- δεν του προκαλεί λύπη. Γιατί αν δεν του προκαλεί χαρά, αλλά λύπη, τότε παραμένει δειλός, έστω και αν υπομένει τα δεινά. Ανάμεσα στις λέξεις χαίρων και μη λυπούμενος υπάρχει διαφορά εννοιολογικού πλάτους. Η χαρά είναι μια ειδική και συγκεκριμένη διάθεση. Η μη λύπη είναι κάτι ευρύτερο και χωράει πολλές διαφορετικές διαθέσεις (νοσταλγία, ελπίδα, ψυχική ευφορία, που καμιά από αυτές δεν είναι χαρά, αλλά ούτε και λύπη).
Η ηδονή που πρέπει να συνοδεύει τη συνεχή διενέργεια καλών πράξεων (που σκοπό έχουν να οδηγήσουν το άτομο στην κατάκτηση της αρετής) αποτελεί για τον Αριστοτέλη ένα «αποδεικτικό στοιχείο» με το οποίο ο άνθρωπος μπορεί να διαπιστώσει αν οι ενέργειές του είναι ορθές και αν ο ίδιος βρίσκεται στο δρόμο για να κατακτήσει την αρετή. Αν κατά τη διενέργεια των πράξεων βιώνει ευχαρίστηση που πηγάζει από το είδος των πράξεων και από τη διενέργειά τους τότε σημαίνει ότι οι ενέργειες αυτές είναι σωστές. Αν όμως βιώνει δυσαρέσκεια, ακόμη και αν διενεργεί καλές πράξεις, τότε απέχει πολύ από την αρετή.
Με τους όρους ηδονή και λύπη αναφέρεται στις συναισθηματικές καταστάσεις στο βίωμα που δημιουργούν στον άνθρωπο συγκεκριμένες συμπεριφορές και όχι στην ποιότητα των ίδιων των συμπεριφορών.

Σώφρων – ακόλαστος – ανδρείος – δειλός
1.     Σώφρων: όποιος μένει μακριά από τις σωματικές ηδονές και αυτό του προκαλεί ευχαρίστηση. Ο εγκρατής που μπορεί να επιβληθεί στον πειρασμό των σωματικών ηδονών και να τις ελέγξει. Σήμερα σώφρονα θεωρούμε τον συνετό, τον μυαλωμένο.
2.     Ακόλαστος: όποιος νιώθει ευχαρίστηση απολαμβάνοντας τις σωματικές ηδονές, αλλά και όποιος μένει μακριά τους και γι’ αυτό το λόγο νιώθει λύπη και στενοχώρια. Ακόλαστος δεν είναι μόνο ο ακρατής, αλλά και ο εγκρατής, ο οποίος όμως νιώθει λύπη και δυσαρέσκεια από την εγκράτειά του.
3.     Ανδρείος: όποιος στέκεται να αντιμετωπίσει όλα τα επικίνδυνα πράγματα, όλα τα δεινά και αυτό του προκαλεί ευχαρίστηση ή, έστω, δεν του προκαλεί λύπη.
4.     Δειλός: όποιος φυγομαχεί μπροστά στους κινδύνους αλλά και όποιος υπομένει τα δεινά, αλλά νιώθει λύπη και δυσαρέσκεια από αυτό που κάνει.

Ηθική αρετή – ηδονή και λύπη
Η φράση διὰ μὲν γὰρ τὴν ἡδονὴν τὰ φαῦλα πράττομεν, διὰ δὲ τὴν λύπην τῶν καλῶν ἀπεχόμεθα αυτή αποτελεί το συμπέρασμα δύο παραδειγμάτων σχετικά με τη σωφροσύνη και την ανδρεία.
Υπάρχουν δύο ειδών ηδονές:
1.     η ηδονή που συνοδεύει τη διενέργεια πράξεων αρετής,
2.     η ηδονή που συνοδεύει συχνά τις ευτελείς μας πράξεις. Συχνά αυτή η ηδονή μας παρασέρνει να τις κάνουμε.
Αντίστοιχα υπάρχει και η λύπη, η στενοχώρια, η δυσαρέσκεια, που συνοδεύει τη διενέργεια πράξεων που αποσκοπούν στην κατάκτηση της ηθικής αρετής, κάτι που μας κάνει να αποφεύγουμε να τις πράττουμε.
1.     Η άποψη του Αριστοτέλη ότι η ηθική αρετή έχει άμεση σχέση με την ευχαρίστηση και με τη δυσαρέσκεια που νιώθει ο άνθρωπος από τις πράξεις του, αποτελεί μια διαπίστωση που έχει να κάνει με την ψυχολογία. Ο Αριστοτέλης συνδέει στενά την ηθική με τα συναισθήματα και με τις επιθυμίες και όχι με το διανοητικό μέρος του ανθρώπου (όπως άλλες θεωρίες).
2.     Η ηδονή ή λύπη που συνοδεύει τις πράξεις του ανθρώπου είναι και το κριτήριο που αποδεικνύει ότι έχουν πια διαμορφωθεί οι έξεις (= ηθικές ιδιότητες) στον άνθρωπο, ότι ο άνθρωπος κατακτάει ή έχει κατακτήσει την ηθική αρετή.
3.     Αντίστοιχα, προχωρώντας το συλλογισμό του ο Αριστοτέλης, κριτήριο για το ότι ο άνθρωπος δεν κατάκτησε την ηθική αρετή είναι η αντιστροφή του παραπάνω: η λύπη που συνοδεύει τις πράξεις του ανθρώπου που οδηγούν στην αρετή και η ηδονή που νιώθει ο άνθρωπος όταν διαπράττει ευτελείς πράξεις, που μικρή σχέση έχουν με την κατάκτηση της αρετής, αλλά που εξαιτίας της ηδονής που νιώθει ο άνθρωπος τις επιδιώκει.
4.     Ο Αριστοτέλης δεν υποστηρίζει ότι αρετή είναι η αποχή από την ηδονή ή η απαλλαγή από τη λύπη. Οι τάσεις προς την ηδονή και τη λύπη δεν πρέπει να καταπνίγονται, αλλά αντίθετα να ρυθμίζονται με τέτοιο τρόπο ώστε να εκπληρώνουν τον κανονικό τους προορισμό. Πρέπει να μάθουμε να νιώθουμε ηδονή με το σωστό τρόπο και στο σωστό χρόνο. Ο Αριστοτέλης ούτε εκθειάζει ούτε καταδικάζει τις τάσεις αυτές που είναι εγγενείς στον άνθρωπο. Αυτές οι καθαυτές οι τάσεις είναι αδιάφορες. Γίνονται «αγαθές» ή «κακές» όταν, αντίστοιχα, υποτάσσονται ή αφήνονται να κυριαρχήσουν πάνω στο «δίκαιο κανόνα», τον οποίο η έλλογη φύση μας βρίσκει άξιο για τον εαυτό της και προσπαθεί να επιβάλει σ’ αυτές.
5.     Είναι πολύ σημαντικό ο άνθρωπος να ψάξει μέσα του και να δει ποιο είδος πράξεων του προκαλεί ηδονή και ποιο λύπη. Στοχαζόμενος προς αυτή την κατεύθυνση μπορεί να βοηθηθεί να ανακαλύψει τις φυσικές του ροπές. Και η ανακάλυψη αυτών των φυσικών ροπών αποτελεί ένα στοιχείο αυτογνωσίας, το οποίο μπορεί να αξιοποιήσει στην προσπάθειά του να αποκτήσει την ηθική αρετή. Είναι σημαντικό για το άτομο να συνειδητοποιήσει για ποιες πράξεις του και με ποιες ενέργειες νιώθει ευχαρίστηση ή δυσαρέσκεια. Αν το πετύχει αυτό έκανε το πρώτο βήμα για να προχωρήσει στην κατάκτηση της αρετής. Αυτή την άποψη την αναπτύσσει εκτενέστερα στο τέλος του Β΄ Βιβλίου[3] των Ηθικών Νικομαχείων. Εκεί ανάμεσα στα άλλα θα τονίσει ότι το κάθε άτομο οφείλει να εξετάζει και να δει προς τα πού είναι εὐκατάφορον, ποιες είναι δηλαδή οι φυσικές ροπές του. Και αυτό θα το καταλάβει ἐκ τῆς ἡδονῆς καὶ τῆς λύπης τῆς γινομένης περὶ ἡμᾶς, από την ευχαρίστηση και από τη δυσαρέσκεια που συνοδεύουν αντίστοιχα τις πράξεις μας και τις ενέργειές μας. Γι’ αυτό και θα συστήσει να είμαστε στο μέγιστο δυνατό βαθμό προσεκτικοί σε ό,τι αφορά τὸ ἡδὺ καὶ τὴν ἡδονήν· οὐ γὰρ ἀδέκαστοι κρίνομεν αὐτήν. 
6.     Έτσι η κατακλείδα της ενότητας διὸ δεῖ ἦχθαί πως εὐθὺς ἐκ νέων, ὡς ὁ Πλάτων φησίν, ὥστε χαίρειν τε καὶ λυπεῖσθαι οἷς δεῖ· ἡ γὰρ ὀρθὴ παιδεία αὕτη ἐστίν που περιγράφει το σημαντικό ρόλο της παιδείας χάρη στην οποία ο άνθρωπος γίνεται ικανός να διακρίνει τις καλές από τις κακές ηδονές και να επιλέγει τις πρώτες.

διὸ δεῖ ἦχθαί πως εὐθὺς ἐκ νέων, ὡς ὁ Πλάτων φησίν, ὥστε χαίρειν τε καὶ λυπεῖσθαι οἷς δεῖ· ἡ γὰρ ὀρθὴ παιδεία αὕτη ἐστίν
Η ιδέα που με έμφαση προβάλλεται στο κείμενο είναι το δέον, το τι πρέπει, το ορθό, το σωστό (δεῖ, οἷς δεῖ, ἡ γὰρ ὀρθὴ παιδεία ).
Η προσήλωση στην ιδέα μια ορθής παιδείας παρουσιάζεται ως αυτονόητη και ο Αριστοτέλης αρκείται στην επίκληση του κύρους του Πλάτωνα. Σύμφωνα με όσα αναφέρει αυτός στους Νόμους [Πλάτωνας, Νόμοι, 653 b-c[4], βλ. και μετάφραση[5]] πρέπει από νέος κανείς να έχει διαπαιδαγωγηθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να χαίρεται με αυτά που πρέπει να χαίρεται και να δυσαρεστείται με αυτά που πρέπει να δυσαρεστείται.
Για τον Αριστοτέλη η σωστή παιδεία πρέπει να συνδέει τα συναισθήματα με τις συμπεριφορές για τη διάπλαση ενάρετων χαρακτήρων:
1.     Ο Αριστοτέλης θέλει η αγωγή να συντονίσει αυτή την έμφυτη σύνδεση έτσι ώστε ευάρεστα, δηλαδή θετικά, συναισθήματα να γίνονται κίνητρα για τις θετικές, δηλαδή της επαινετές συμπεριφορές, και αρνητικά για τις αρνητικές.
2.     Χωρίς την επενέργεια της αγωγής η σύνδεση συναισθηματικών διαθέσεων με συμπεριφορές αφήνεται ανεξέλεγκτη από τη συνείδηση και καθορίζεται μόνο από τα ένστικτα. Με την καθοδηγούμενη εξάσκηση και με τον εθισμό αναπτύσσονται στην ψυχή του παιδιού (με κάποιου είδους διαδικασία ψυχολογικής οροεξάρτησης) νέες επιθυμητές συνδέσεις που θα είναι οι επιθυμητές.
Δηλαδή η σωστή διαπαιδαγώγηση από μικρή ηλικία παίζει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του ανθρώπου. Σε μια ηλικία που ο άνθρωπος είναι επιδεκτικός σε ποικίλα ερεθίσματα, είναι φυσικό να επηρεάζεται από τα στοιχεία που λαμβάνει από το περιβάλλον του. Εύλογο είναι ότι η διαπαιδαγώγηση σε ό,τι αφορά το ήθος (το χαρακτήρα) διαμορφώνεται καθοριστικά στην παιδική ηλικία.
Αυτό δε σημαίνει ότι ο χαρακτήρας του ανθρώπου δεν αλλάζει και δεν εξελίσσεται σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Σε όλη τη ζωή του ο άνθρωπος προσλαμβάνει ερεθίσματα που επιδρούν στην προσωπικότητά του και δρουν βελτιωτικά ή αρνητικά στην εξέλιξή της. Ωστόσο οι βάσεις έχουν ήδη τεθεί στην παιδική ηλικία.  
3.     Ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι η σταθεροποίηση του αποτελέσματος της αγωγής κρίνεται από την ποιότητα των συναισθημάτων του νέου που συνοδεύουν τις επαινετές πράξεις του. Αυτά λειτουργούν πια ως σήματα (σημεία). Θετικό σημείο σταθεροποίησης είναι το ευάρεστο συναίσθημα του παιδιού για τις θετικές του συμπεριφορές, η χαρά του από την εκπλήρωση αξιέπαινης πράξης. Αντίθετα αρνητικό σημείο είναι η εκτέλεση της πράξης με δυσφορία ή, ακόμα χειρότερα, με δυσαρέσκεια.
Επομένως χρέος όλων των παραγόντων της αγωγής είναι να οδηγήσουν τους νέους στην εξοικείωσή τους με την ηθική αρετή, ώστε να νιώθουν ευχαρίστηση, όταν ενεργούν με βάση τους κανόνες της ηθικής, και δυσαρέσκεια, όταν ενεργούν αντίθετα με αυτούς. Αυτή η εξοικείωση με τις ηθικές αρετές θα επιτευχθεί με την επιδοκιμασία, τον έπαινο και την επιβράβευση ή την αποδοκιμασία και την ποινή που θα οδηγήσουν το νέο στον εθισμό και στη διαμόρφωση έξεων, που θα τον οδηγήσουν σταδιακά στην ηθική αρετή.
«Σκοπός της ηθικής παιδείας είναι ο αγαθός να ευχαριστιέται με τις κατάλληλες ηδονές όταν πρέπει, με αυτούς που πρέπει και με τα μέσα και τον τρόπο που πρέπει. Η ηδονή που συνοδεύει μια πράξη είναι μια ένδειξη ότι η πράξη αυτή εκφράζει την ανάλογη έξη, και ότι η έξη αυτή έχει σταθεροποιηθεί. Π.χ., εάν η ανδρεία πράξη μας ευχαριστεί, αυτό είναι δείγμα ότι έχει σχηματιστεί και σταθεροποιηθεί μέσα μας η έξη να πράττουμε κατά τρόπο ανδρείο. Αντίθετα εάν μια πράξη μάς είναι λυπηρή, η λύπη αυτή είναι ένδειξη ότι η πράξη μας δεν εξωτερικεύει την έξη μας αλλά έρχεται σε αντίθεση με αυτήν και την «φθείρει», παρεμποδίζει δηλαδή την ανάπτυξη και ολοκλήρωσή της στην αρετή. Έργο λοιπόν του πολιτικού και του νομοθέτη είναι να διαμορφώσει τους χαρακτήρες των πολιτών έτσι που να ευχαριστιούνται και να λυπούνται κατά τον τρόπο που να προάγει το «ε ζν» του κοινωνικού συνόλου, την κοινωνική αρμονία. Η θεωρία της ηδονής και της λύπης είναι από μια άποψη αντικείμενο της πολιτικής επιστήμης»[6].
4.     Όλη αυτή η διαδικασία κατευθύνεται με κριτήριο το τι πρέπει, όχι το απρόβλεπτο αλλά το συνειδητά επιδιωκόμενο, αυτό που θεωρείται «σωστό», το κοινωνικά αποδεκτό. Δηλαδή η αγωγή συνδέεται με τις επιταγές μιας, το χαρακτήρα, τους κυριάρχους ιδεολογικούς προσανατολισμούς, τους ιδεολογικούς εξαναγκασμούς, την επικρατούσα ταυτότητα σε μια κοινωνία.
«Η αναφορά του Αριστοτέλη στο εκπαιδευτικό σύστημα απέχει πολύ από του να είναι τυπολογική. Είναι κατά μείζονα λόγο τελολογική και συνδέεται με τις αντιλήψεις που υποστηρίζει σχετικά με τους στόχους των ευρύτερων πολιτικών μορφωμάτων. Ο φιλόσοφος έχει στη σκέψη του την εικόνα μιας πόλης, της οποίας το κάθε μέλος θα γνωρίζει ακριβώς την αποστολή και τη λειτουργία που έχει αναλάβει, ή την απασχόληση που του έχουν αναθέσει, καθώς θα περιορίζεται αποκλειστικά και μόνο στην ανταπόκριση απέναντί τους. Με τις ανωτέρω προϋποθέσεις θα εξασφαλιστούν στην πόλη οι αναγκαίες συνθήκες, ώστε οι πολίτες ως συλλογικό μόρφωμα και ως μονάδες να οδηγηθούν στο «εὖ ζῆν». Όμως αναγκαίος όρος για να πραγματοποιηθούν αυτές οι προοπτικές είναι να διαπαιδαγωγηθούν οι πολίτες ηθικά και να καλλιεργηθούν πνευματικά. Ο φιλόσοφος επιθυμεί επίσης την ενότητα της πόλης, κάτι που βασίζεται στην παιδεία του κάθε πολίτη ως του ατόμου εκείνου το οποίο θα έχει κατανοήσει την οργανική σχέση του με το ευρύτερο πολιτικό πλαίσιο εντός του οποίου δραστηριοποιείται. Η παιδεία είναι έργο του νομοθέτη - αφού η νομοθετική δραστηριότητα είναι τμήμα της πολιτικής επιστήμης -, ο οποίος έχει φροντίσει να διδάξει στον νέο ότι η ηθική που ισχύει στην πόλη-κράτος ως σύνολο είναι ίδια με αυτή του ατόμου. Η πόλη ως έλλογο μόρφωμα διακρίνεται για την ηθικότητα, την ελευθερία και την αυτάρκειά της. Το «τέλος» της είναι το «εὖ ζῆν» των πολιτών, το να φθάσουν δηλαδή όλοι στον απώτερο σκοπό, που δεν είναι άλλος παρά η κατάκτηση της ευδαιμονίας»[7].
5.     Και άλλοι μετά τον Αριστοτέλη θα υιοθετήσουν αυτή την ιδέα του ορθού και του δέοντος (δεοντολογία) που έχει κάποια χροιά δογματικής μονομέρειας και που παρέμενε αλληλένδετη με την κλασική παράδοση της ηθικής φιλοσοφίας.
6.     Η εμμονή αυτή δε φαίνεται να είναι περιστασιακή. Στην πραγματικότητα, ο πλουραλισμός, όπως εννοείται σήμερα, δεν αποτελεί στοιχείο που πρέπει να το αναζητούμε στους αρχαίους, και οι ηθικές τους αντιλήψεις δεν ήταν ουδέτερες, όπως πιστεύεται. Η ηθική, στην κλασική της εκδοχή, έχει όπως θα δούμε, συγκεκριμένο περιεχόμενο, θέτει στόχους.
Ενότητες 2, 4 και 5 – Η χρήση των ρημάτων
Ενότητα 2: Ο λόγος είναι δομημένος πάνω στο πρώτο πληθυντικό πρόσωπο. Αυτό σημαίνει ότι στα καθολικού χαρακτήρα θέματα, για τα οποία είναι ο λόγος εδώ, ο λέγων συμμετέχει απόλυτα. Ας δούμε αναλυτικά την ενότητα 2:
1.     Ἔτι ὅσα μὲν φύσει ἡμῖν παραγίνεται,
2.     τὰς δυνάμεις τούτων πρότερον κομιζόμεθα,
3.     ὕστερον δὲ τὰς ἐνεργείας ἀποδίδομεν
4.     (ὅπερ ἐπὶ τῶν αἰσθήσεων δῆλον· οὐ γὰρ ἐκ τοῦ πολλάκις ἰδεῖν ἢ πολλάκις ἀκοῦσαι τὰς αἰσθήσεις ἐλάβομεν,
5.     ἀλλ᾽ ἀνάπαλιν ἔχοντες ἐχρησάμεθα,
6.     οὐ χρησάμενοι ἔσχομεν
7.     τὰς δ᾽ ἀρετὰς λαμβάνομεν ἐνεργήσαντες πρότερον,
8.     ὥσπερ καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων τεχνῶν·
9.     ἃ γὰρ δεῖ μαθόντας ποιεῖν, ταῦτα ποιοῦντες μανθάνομεν, οἷον οἰκοδομοῦντες οἰκοδόμοι γίνονται καὶ κιθαρίζοντες κιθαρισταί·
10.  οὕτω δὴ καὶ τὰ μὲν δίκαια πράττοντες δίκαιοι γινόμεθα, τὰ δὲ σώφρονα σώφρονες, τὰ δ᾽ ἀνδρεῖα ἀνδρεῖοι.
ü     Προτάσεις 1-3: συνοψίζουν μια γνωστή, εμπειρική στη βάση της, διδασκαλία του Αριστοτέλη. Η χρήση επομένως του α΄ προσώπου του πληθυντικού είναι αποτέλεσμα της ένταξης του λέγοντος στο καθολικό σχήμα που ισχύει για το ανθρώπινο γενικά είδος.
ü     Προτάσεις 4-6: Εδώ γίνεται η επαλήθευση της διδασκαλίας. Η επαλήθευση γίνεται για λογαριασμό του υποκειμένου των τριών προτάσεων που προηγούνται. Αυτό θα πει για λογαριασμό όλων των ανθρώπων, μαζί φυσικά και για λογαριασμό του λέγοντος. Κι εδώ εκφράζεται ο Αριστοτέλης σε α΄ πρόσωπο πληθυντικού.
ü     Πρόταση 7: επανέρχεται πάλι η διδασκαλία ηθικού περιεχομένου, η οποία δίνεται αντιθετικά προς τη διδασκαλία που προηγήθηκε. Αφορά όμως στο ίδιο υποκείμενο που αφορούσε και εκείνη. Η χρήση του α΄ προσώπου πληθυντικού είναι επομένως και εδώ απόλυτα φυσική.
ü     Πρόταση 8: Με την παραβολική πρόταση 8 εισάγεται το θέμα «τέχνες», ένας αναλογικός όρος που κάνει ευκολότερη την αποδοχή της ηθικής διδασκαλίας που έχει προηγηθεί. Ο Αριστοτέλης δεν ασχολείται με αυτό το θέμα παρά μόνο σε ό,τι αφορά τη διεργασία με την οποία συντελείται η εκμάθηση = η απόκτηση τους. Η ευθεία αναλογική σχέση που βρίσκονται τα θέματα «αρετές» και «τέχνες» εξηγεί και γιατί η φράση στην οποία ο λόγος είναι για τις τέχνες είναι δομημένη με βάση το α΄ πρόσωπο πληθυντικού.
ü     Πρόταση 9: Όλοι οι άνθρωποι βέβαια ποιοῦντες μανθάνομεν τις τέχνες, ο καθένας όμως από εμάς, το κάθε συγκεκριμένο άτομο, είναι στο τέλος κάτοχος μιας συγκεκριμένης, της δικής του τέχνης. Ο Αριστοτέλης φέρνοντας τα παραδείγματα –για το κεφάλαιο εκμάθηση των τεχνών- του οικοδόμου και του κιθαριστή, οδηγείται από το α΄ πρόσωπο του πληθυντικού στο γ΄ πρόσωπο του πληθυντικού. Είναι μια ξαφνική αλλαγή στο επίπεδο του λόγου, που δεν εξηγείται λογικά, παρά μόνο ψυχολογικά: καμιά από τις τέχνες που μνημονεύονται δεν ήταν ούτε και επρόκειτο να γίνει μια τέχνη του Αριστοτέλη.
ü     Πρόταση 10: Ό,τι ακολουθεί αποτελεί δικαίωση της εξήγησης αυτής: στη διαδικασία σύμφωνα με την οποία οι άνθρωποι γίνονται δίκαιοι ή σώφρονες ή ανδρείοι ο Αριστοτέλης εντάσσει και τον εαυτό του. Ξαναγυρίζει αυθόρμητα (όχι συνειδητά) στο α΄ πρόσωπο πληθυντικού.

Ανάλογες λεκτικές φόρμες ανιχνεύουμε και στις ενότητες 3,4 και 5.
Ενότητα 3:
1.     Ἔτι ἐκ τῶν αὐτῶν καὶ διὰ τῶν αὐτῶν καὶ γίνεται πᾶσα ἀρετὴ καὶ φθείρεται,
2.     ὁμοίως δὲ καὶ τέχνη· ἐκ γὰρ τοῦ κιθαρίζειν καὶ οἱ ἀγαθοὶ καὶ κακοὶ γίνονται κιθαρισταί.
3.     ἀνάλογον δὲ καὶ οἰκοδόμοι καὶ οἱ λοιποὶ πάντες·
4.     ἐκ μὲν γὰρ τοῦ εὖ οἰκοδομεῖν ἀγαθοὶ οἰκοδόμοι ἔσονται, ἐκ δὲ τοῦ κακῶς κακοί.
5.     εἰ γὰρ μὴ οὕτως εἶχεν, οὐδὲν ἂν ἔδει τοῦ διδάξοντος, ἀλλὰ πάντες ἂν ἐγίνοντο ἀγαθοὶ ἢ κακοί.
Ενότητα 4:
1.     οὕτω δὴ καὶ ἐπὶ τῶν ἀρετῶν ἔχει·
2.     πράττοντες γὰρ τὰ ἐν τοῖς συναλλάγμασι τοῖς πρὸς τοὺς ἀνθρώπους γινόμεθα οἳ μὲν δίκαιοι οἳ δὲ ἄδικοι, πράττοντες δὲ τὰ ἐν τοῖς δεινοῖς καὶ ἐθιζόμενοι φοβεῖσθαι ἢ θαρρεῖν οἳ μὲν ἀνδρεῖοι οἳ δὲ δειλοί.
3.     ὁμοίως δὲ καὶ τὰ περὶ τὰς ἐπιθυμίας ἔχει καὶ τὰ περὶ τὰς ὀργάς· οἳ μὲν γὰρ σώφρονες καὶ πρᾶοι γίνονται, οἳ δ᾽ ἀκόλαστοι καὶ ὀργίλοι, (20) οἳ μὲν ἐκ τοῦ οὑτωσὶ ἐν αὐτοῖς ἀναστρέφεσθαι, οἳ δὲ ἐκ τοῦ οὑτωσί.
Ενότητα 5:
1.     διὰ μὲν γὰρ τὴν ἡδονὴν τὰ φαῦλα πράττομεν, διὰ δὲ τὴν λύπην τῶν καλῶν ἀπεχόμεθα.
Τελικό συμπέρασμα για το ύφος: Έντονα στοιχεία προφορικού λόγου. Το κείμενο έχει στοιχεία αυθορμητισμού, τίποτα το «συνειδητό έτσι» τίποτα το παραγραμματισμένο, καταγράφει έμμεσα την ψυχολογική κατάσταση της συγκυρίας που γράφεται. Ακολουθεί μια «ψυχολογική»


[1] Τι μεσολαβεί μεταξύ ενότητας 4 και 5;
1.     Η πραγματεία αυτή δεν έχει θεωρητικό χαρακτήρα. Στόχος της είναι να εξετάσουμε τι είδους πράξεις πρέπει να εκτελούμε και με ποιο τρόπο για να αποκτήσουμε την ηθική αρετή.
2.     Η πρώτη βασική αρχή: πράξεις σύμφωνα με τον ορθό λόγο.
3.     Θέματα όπως η ανθρώπινη αρετή δεν είναι δυνατό να εξαντληθούν μέχρι και την τελευταία τους λεπτομέρεια.
4.     Η ενάρετη πράξη προσδιορίζεται από την κρίσιμη χρονική στιγμή που απαιτεί την απόφασή της και την εκτέλεσή της. Άρα λοιπόν συμβαίνει οι ενάρετες πράξεις να παρουσιάζονται ασταθείς.
5.     Οι αρετές είναι έτσι κατασκευασμένες από τη φύση ώστε να καταστρέφονται από την έλλειψη ή την υπερβολή, όπως συμβαίνει και με τη σωματική υγεία. Έτσι η υπερβολή και η έλλειψη καταστρέφουν τη σωφροσύνη και την ανδρεία, ενώ η «μεσότητα» (το μέτρο, η μέση κατάσταση) τις διασώζει.
6.     Ό,τι συμβαίνει με τη σωματική δύναμη συμβαίνει και με τις ηθικές αρετές: επειδή απέχουμε από τις σωματικές ηδονές, γινόμαστε σώφρονες και, αφού γινόμαστε σώφρονες, αποχτούμε σε πολύ μεγάλο βαθμό τη δύναμη να απέχουμε από αυτές. Το ίδιο συμβαίνει και με την ανδρεία: αν συνηθίσουμε να δείχνουμε περιφρόνηση στις επικίνδυνες καταστάσεις και να τις αντιμετωπίζουμε, γινόμαστε ανδρείοι και, όταν γίνουμε ανδρείοι, θα μπορούμε πάρα πολύ εύκολα να αντιμετωπίζουμε τους κινδύνους που προκαλούν φόβο.

[2] Αυτές οι εκφράσεις θεωρούνται ζεύγη αντιθέτων. Ο Αριστοτέλης όμως διακρίνει με λογική ακρίβεια τα είδη των αντιθετικών σχέσεων. Σύμφωνα λοιπόν με την αριστοτελική ορολογία:
χαίρειν
λυπεῖσθαι / ἄχθεσθαι
έχουν σχέση εναντιότητας. Δηλώνουν δηλαδή δύο συναισθηματικές καταστάσεις που έχουν τη μεγαλύτερη ποιοτική διαφορά η μια από την άλλη, αλλά υπάρχουν μεταξύ τους και ενδιάμεσες ή μεικτές ποιότητες (χαίρομαι πολύ, χαίρομαι λίγο και αντίστοιχα λυπάμαι πολύ, λυπάμαι λίγο κτλ.).
Η αντίθεση
λυπεῖσθαι
μή λυπεῖσθαι
είναι μια λογική αντίθεση όπου ο ένας όρος αποκλείει απολύτως τον άλλο και μεταξύ τους δεν απομένει τίποτα το ενδιάμεσο.
[3] Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, 1109b 1-10: «σκοπεν δ δε πρς κα ατο εκατφορο σμεν· λλοι γρ πρς λλα πεφκαμεν· τοτο δ σται γνριμον κ τς δονς κα τς λπης τς γινομνης περ μς. ες τοναντον δ αυτος φλκειν δε· πολ γρ πγοντες το μαρτνειν ες τ μσον ξομεν, περ ο τ διεστραμμνα τν ξλων ρθοντες ποιοσιν. ν παντ δ μλιστα φυλακτον τ δ κα τν δονν· ο γρ δκαστοι κρνομεν ατν. περ ον ο δημογροντες παθον πρς τν λνην, τοτο δε παθεν κα μς πρς τν δονν, κα ν πσι τν κενων πιλγειν φωνν· οτω γρ ατν ποπεμπμενοι ττον μαρτησμεθα. τατ ον ποιοντες, ς ν κεφαλαίῳ επεν, μλιστα δυνησμεθα το μσου τυγχνειν».
[4] «Ἀθηναῖος: Λέγω τοίνυν τῶν παίδων παιδικὴν εἶναι πρώτην αἴσθησιν ἡδονὴν καὶ λύπην, καὶ ἐν οἷς ἀρετὴ ψυχῇ καὶ κακία παραγίγνεται πρῶτον, ταῦτ' εἶναι, φρόνησιν δὲ καὶ ἀληθεῖς δόξας βεβαίους εὐτυχὲς ὅτῳ καὶ πρὸς τὸ γῆρας παρεγένετο· τέλεος δ' οὖν ἔστ' ἄνθρωπος ταῦτα καὶ τὰ ἐν τούτοις πάντα κεκτημένος ἀγαθά. παιδείαν δὴ λέγω τὴν παραγιγνομένην πρῶτον παισὶν ἀρετήν· ἡδονὴ δὴ καὶ φιλία καὶ λύπη καὶ μῖσος ἂν ὀρθῶς ἐν ψυχαῖς ἐγγίγνωνται μήπω δυναμένων λόγῳ λαμβάνειν, λαβόντων δὲ τὸν λόγον, συμφωνήσωσι τῷ λόγῳ ὀρθῶς εἰθίσθαι ὑπὸ τῶν προσηκόντων ἐθῶν, αὕτη 'σθ' ἡ συμφωνία σύμπασα μὲν ἀρετή, τὸ δὲ περὶ τὰς ἡδονὰς καὶ λύπας τεθραμμένον αὐτῆς ὀρθῶς ὥστε μισεῖν μὲν ἃ χρὴ μισεῖν εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς μέχρι τέλους, στέργειν δὲ ἃ χρὴ στέργειν, τοῦτ' αὐτὸ ἀποτεμὼν τῷ λόγῳ καὶ παιδείαν προσαγορεύων, κατά γε τὴν ἐμὴν ὀρθῶς ἂν προσαγορεύοις».
[5] Λέγω λοιπόν, ότι τα πρώτα αισθήματα των παιδιών είναι η ηδονή και η λύπη της παιδικής ηλικίας, και ότι μ’ αυτά πρωτοεμφανίζεται στην ψυχή τους η αρετή και η κακία, ενώ όσον αφορά τη φρόνηση και τις αληθινά σωστές γνώμες, ευτυχής είναι εκείνος που θα τις αποκτήσει, έστω και στα γηρατειά του. Και είναι τέλειος ο άνθρωπος εκείνος, που διαθέτει αυτά τα προσόντα και όλα όσα αυτά περικλείουν. Αν δηλαδή η ηδονή και η φιλία και η λύπη και το μίσος αναπτύσσονται με τον τρόπο που πρέπει στις ψυχές τους, προτού ξυπνήσει μέσα τους η λογική, και αν, όταν ξυπνήσει η λογική, τα αισθήματα συμφωνούν μαζί της στο ότι σωστά διαμορφώθηκαν από τις αντίστοιχες συνήθειες, αυτή η συμφωνία στο σύνολό της αποτελεί την αρετή· όσον αφορά δε το τμήμα εκείνο της αρετής που συνίσταται στο να διαπαιδαγωγούμε σωστά (τα παιδιά), σε ό,τι αφορά τις ηδονές και τις λύπες, ώστε απαρχής μέχρι τέλους της ζωής τους να μισούν εκείνα που πρέπει να μισούν, και ν αγαπούν αυτά που πρέπει ναγαπούν, αυτό ακριβώς απομονώνοντας με τη λογική και ονομάζοντας το παιδεία, σωστά θα το ονόμαζες έτσι, κατά τη δική μου γνώμη τουλάχιστον. ΚΛ. Είμεθα της γνώμης, αγαπητέ μου, ότι και όσα είπες πριν και όσα είπες τώρα για την παιδεία, σωστά είναι].
[6] Α. Μπαγιόνας, Μαθήματα ηθικής …, σ. 81-82
[7] Χρ. Τερέζης, σ. 206