Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου 2010

Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια: Ενότητα 2 - Ηθική αρετή και ηθική πράξη

Στόχοι ενότητας 2:
Να μάθουν οι μαθητές και οι μαθήτριες:
ü      τη σχέση της ηθικής αρετής με την ηθική πράξη και ειδικότερα
ü      τη σημασία της επανάληψης των ηθικών πράξεων - ως επανάληψη όμοιων ενεργειών - για την απόκτηση και την ανάπτυξη της ηθικής αρετής.

οὐδεμία τῶν ἠθικῶν ἀρετῶν φύσει ἡμῖν ἐγγίνεται- ένα δεύτερο επιχείρημα:
Σ’ αυτή την ενότητα ο Αριστοτέλης φέρνει ακόμα ένα επιχείρημα για να στηρίξει όσα είπε στην προηγούμενη ενότητα (Ἔτι). Με το επιχείρημα αυτό κάνει μια αντιδιαστολή ανάμεσα:
α) στα γνωρίσματα που έχει ο άνθρωπος από την φύση (π.χ. οι αισθήσεις όραση, ακοή). Γι’ αυτά (τα εκ φύσεως) ο άνθρωπος πρώτα έχει τη δυνατότητα να ενεργήσει και μετά ακολουθεί η πραγμάτωση αυτής της δυνατότητας (πρώτα η δύναμις μετά η ενέργεια).
Αυτό αποδεικνύεται με τις αισθήσεις: πρώτα είχαμε την αίσθηση και μετά τις χρησιμοποιήσαμε. Δεν τις αποκτήσαμε με τη χρήση.
β) στις αρετές. Εδώ ισχύει το αντίθετο: πρώτα τις εφαρμόζουμε στην πράξη και έτσι τις αποκτούμε και μετά τις ακολουθούμε.
Συμπέρασμα: Η αντίθεση αυτή οδηγεί στη θέση ότι οι αρετές, και οι ηθικές αρετές, δεν είναι έμφυτες.    
Μεθοδολογικά το επιχείρημα του Αριστοτέλη στηρίζεται στην αντίθεση:

πρότερον
ύστερον
αισθήσεις
δύναμις
ενέργεια
αρετές
ενέργεια
δύναμις
Η αντίθεση-Λεκτική αποτύπωσή της
α) Με χρήση λέξεων με αντιθετική σημασία: πρότερον / ὕστερον,  κομιζόμεθα / ἀποδίδομεν.
β) με την εναλλαγή καταφατικής και αποφατικής σύνταξης: οὐ γὰρ ἐκ τοῦ πολλάκις ἰδεῖν ἢ πολλάκις ἀκοῦσαι τὰς αἰσθήσεις ἐλάβομεν / ἀλλ᾽ ἀνάπαλιν ἔχοντες ἐχρησάμεθα, οὐ χρησάμενοι ἔσχομεν
Η αντίθεση στηρίζεται και με εμπειρικά παραδείγματα. Χρησιμοποιεί δηλαδή αναλογικούς συλλογισμούς (μεταφέροντας στοιχεία της καθημερινής εμπειρίας, απλά δεδομένα της καθημερινής ζωής, αφετηρία για τη σκέψη του):
α) Για τα φυσικά γνωρίσματα αναφέρει το παράδειγμα των αισθήσεων
β) Για τις αρετές που αποκτούμε μέσα από τη διδασκαλία τους και τη συνεχή εφαρμογή τους αναφέρει το παράδειγμα των τεχνιτών (οικοδόμου, κιθαριστή).
γ) Στη συνέχεια περνάει στις ηθικές αρετές και υποστηρίζει ότι με τον ίδιο τρόπο, με τη διδασκαλία και με τη συνεχή εφαρμογή γινόμαστε δίκαιοι (κάνοντας δίκαια πράγματα κοκ.).  
Αναλογικοί συλλογισμοί – Λεκτική του αποτύπωση
α) παραβολικές φράσεις: ὥσπερ καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων τεχνῶν, οἷον οἰκοδομοῦντες οἰκοδόμοι γίνονται καὶ κιθαρίζοντες κιθαρισταί·, οὕτω δὴ καὶ τὰ μὲν δίκαια πράττοντες δίκαιοι γινόμεθα.

Δύναμις – Ενέργεια
ü      Δύναμις = η δυνατότητα που έχει ένα πράγμα ή ένα ον να κάνει ή να γίνει κάτι. Η στιχειώδης και ατελής κατάσταση από όπου ξεκινά η ανάπτυξη ενός πράγματος ή ενός όντος για να φτάσει στην ολοκλήρωση.
ü      Ενέργεια = η πραγμάτωση της δύναμης που έχει ένα ον ή ένα πράγμα στην πράξη, η εφαρμογή της δυνατότητας. Η κατάσταση της ανάπτυξης, της άρτιας και τελειωμένης μορφής.
Τα είδη των δυνάμεων: Για τον Αριστοτέλη υπάρχουν 3 είδη δυνάμεων[1]:

1.     Δυνάμεις με τις οποίες γεννιόμαστε
αισθήσεις
2.     Δυνάμεις που αποκτούμε με την άσκηση (έθος)
αναφέρει το παράδειγμα του αυλού, της ικανότητας να παίζουμε αυλό
3.     Δυνάμεις που αποκτούμε με τη μάθηση
τέχνες, επιστημονικές γνώσεις

Η 1η συνδέεται με το άλογο στοιχείο της ψυχής και οι άλλες 2 με το έλλογο. Επειδή όμως η ηθική γεννιέται από το έθος, οι ηθικές αρετές σχετίζονται με το επιθυμητικό μερος της ψυχής, το οποίο συνδυάζει το λογικό με το άλογο στοιχείο του ανθρώπου.
Η σημασία της διάκρισης: Αυτή η εννοιολογική διάκριση είναι πολύ σημαντική γιατί μας επιτρέπει να μελετάμε τα πράγματα στην εξέλιξή τους. Να μελετάμε ξεχωριστά τις δυνατότητες που έχει ένα πράγμα ή ένα ον και ξεχωριστά τις ιδιότητες που αποκτά αυτό στην τελική του κατάσταση, στην τελείωσή του.
Στην ελληνική γλώσσα η διάκριση αυτή αποτυπώνεται με τις επιρρηματικές δοτικές: δυνάμει και ενεργεία.
Αυτή η διάκριση που εισηγήθηκε ο Αριστοτέλης έγινε πολύ σύντομα δεκτή, μεταφράστηκε στα λατινικά και πέρασε και σε πολλές ξένες γλώσσες:
Αρχαία Ελληνικά
Λατινικά
Γαλλικά
Αγγλικά
Νέα Ελληνικά[2]
δύναμις
potentia
virtus
puissance
vertu
potentiality
capacity
δυνατότητα
ἐνέργεια
actus
action
actualite
activite
actualisation
activity
εκπλήρωση
δυνάμει
potentialiter
virtualiter
en puissance
virtuellement
potentially
virtually
δυνητικά
ἐνεργείᾳ
actualiter
actu
actuellement
en acte
actually
σε πραγματοποιημένη μορφή
Παράδειγμα: Ένας σπουδαστής μουσικής είναι «δυνάμει» μουσικός. Όταν τελειοποιηθεί στη μουσική είναι «ἐνεργείᾳ» μουσικός. Αν την κατέχει την τέχνη, αλλά δεν την ασκεί λέμε ότι κατέχει «δυνάμει» την τέχνη της μουσικής. Αν την κατέχει και την ασκεί λέμε ότι κατέχει την τέχνη του και την εκδηλώνει «ἐνεργείᾳ».
Η σχέση δύναμης και ενέργεια με το πρότερον και με το ύστερον: Για τον Αριστοτέλη οι δύο αυτοί προσδιορισμοί έχουν χρονική σημασία και δηλώνουν ποιος προηγείται και ποιος έπεται σε μια σειρά. Πολύ συχνά όμως στον Αριστοτέλη η σειρά με την οποία γίνονται τα πράγματα έχει αξιολογική σημασία και το πρότερον έχει πρωταρχική σημασία σε κάποια κατασκευή ή σε κάποια διαδικασία. Αντίστοιχα το ύστερον μπορεί να είναι λιγότερο σημαντικό (= λογική ή οντολογική προτεραιότητα[3]).
Σε αυτό το απόσπασμα η δύναμις συνδέεται με το «πρότερον» (= με όσα έχουμε από τη φύση μας) και η ενέργεια με το «ύστερον» (= όσα αποκτούμε με τη διδασκαλία και την άσκηση). Υπονοείται στο απόσπασμά μας μια τέτοια αξιολόγηση; Στην πρώτη περίπτωση, όταν αναφέρεται στις αισθήσεις, θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι δυνατότητες που προσφέρουν οι αισθήσεις είναι «πιο σημαντικές» από το αποτέλεσμα. Στη δεύτερη περίπτωση έχουμε μια αντιστροφή της σχέσης δύναμης/πρότερον – ενέργεια/ύστερον. Για τις επίκτητες ιδιότητες, τις ικανότητες που κατακτιούνται με αγωγή και άσκηση, δηλαδή για τις αρετές, δεν ισχύει αυτή η παραπάνω σειρά: πριν σταθεροποιηθεί η πρόσκτησή τους προηγείται η εξάσκηση (η ενέργεια οδηγεί στη δύναμιν). Η χρήση των όρων πρότερον και ύστερον εδώ δεν είναι ούτε για λογική, ούτε για οντολογική προτεραιότητα.

Αρετές και τέχνες

τὰς δ᾽ ἀρετὰς λαμβάνομεν ἐνεργήσαντες πρότερον, ὥσπερ καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων τεχνῶν· ἃ γὰρ δεῖ μαθόντας ποιεῖν, ταῦτα ποιοῦντες μανθάνομεν, οἷον οἰκοδομοῦντες οἰκοδόμοι γίνονται καὶ κιθαρίζοντες κιθαρισταί· οὕτω δὴ καὶ τὰ μὲν δίκαια πράττοντες δίκαιοι γινόμεθα, τὰ δὲ σώφρονα σώφρονες, τὰ δ᾽ ἀνδρεῖα ἀνδρεῖοι
τις αρετές όμως τις αποκτούμε αφού πρώτα τις εφαρμόσουμε στην πράξη –όπως ακριβώς γίνεται και με τις άλλες τέχνες· τα πράγματα δηλαδή που πρώτα πρέπει να τα μάθουμε προτού αρχίσουμε να τα κάνουμε, τα μαθαίνουμε κάνοντάς τα· π.χ. οικοδόμοι γίνονται χτίζοντας σπίτια, κιθαριστές παίζοντας κιθάρα· με τον ίδιο τρόπο γινόμαστε: δίκαιοι κάνοντας δίκαιες πράξεις, σώφρονες κάνοντας σώφρονες πράξεις, ανδρείοι κάνοντας ανδρείες πράξεις

 Ο Αριστοτέλης διαβλέπει ομοιότητες ανάμεσα στη διαδικασία πρόσκτησης των τεχνών με τη διαδικασία πρόσκτησης των αρετών, διανοητικών και ηθικών.
Όπως θα τονίσει και στην επόμενη ενότητα έχει μεγάλη σημασία (και στις τέχνες και στις αρετές) η ποιότητα των ενεργειών του ανθρώπου: οι καλοί ή οι κακοί τρόποι δράσης και συμπεριφοράς δημιουργούν καλές ή κακές συνήθειες. 

ὥσπερ καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων τεχνῶν: η παραβολική αυτή πρόταση περιέχει όσους που στην ουσία είναι περιττοί. Αυτοί είναι:
α) ο επιθετικός προσδιορισμός ἄλλων. Θα ήταν δικαιολογημένη η χρήση του μόνο αν η αρετή θα ήταν και αυτή μια τέχνη.
β) ο προσθετικός σύνδεσμος καί. Οφείλει την παρουσία του στο ἄλλων.
Πώς μπορούμε να εξηγήσουμε αυτή την «περιττολογία»;
Η διαδικασία με την οποία ο Αριστοτέλης πιστεύει ότι γινόμαστε κάτοχοι των ηθικών αρετών είναι ίδια με αυτή που γινόμαστε κάτοχοι των διαφόρων τεχνών. Έτσι τα ρήματα λαμβάνομεν και μανθάνομεν γίνονται στην ουσία συνώνυμα. Η συνωνυμία αυτή πλέον εύκολα οδηγεί μέσα στην ψυχή του λέγοντος στον ταυτισμό και των αντικειμένων των δύο ρημάτων (ταῦτα, τὰς δ᾽ ἀρετὰς).
Πρόκειται για μια «ψυχολογική» εξήγηση που εδράζεται στο γεγονός ότι το κείμενο αυτό, όπως και τα άλλα κείμενα του Αριστοτέλη που διασώθηκαν, ήταν στην ουσία «σημειώσεις» που συνόδευαν τον διδάσκοντα στη διδασκαλία του, για να υποβοηθήσουν τη μνήμη του. Τέτοιου είδους κείμενα διατηρούν πολλά στοιχεία προφορικού λόγου, και δεν έχουν τα χαρακτηριστικά του τεχνικού = προσεγμένου και αυστηρού γραπτού.

οὕτω δὴ καὶ τὰ μὲν δίκαια πράττοντες δίκαιοι γινόμεθα, τὰ δὲ σώφρονα σώφρονες, τὰ δ᾽ ἀνδρεῖα ἀνδρεῖοι: Ο γνωστός αριστοτελιστής W. D. Ross[4] διατύπωσε την άποψη ότι στο σημείο αυτό υπάρχει ένα παράδοξο: πώς μπορούμε να πράττουμε αγαθά έργα, αν δεν είμαστε οι ίδιοι αγαθοί.
Πώς μπορούμε να αναιρέσουμε αυτό το παράδοξο;
1.     Τέχνες και αρετές είναι δεν είναι ίδιες κατηγορίες.
2.     Τα προϊόντα των τεχνών έχουν την αξία μέσα τους.
3.     Όσα γίνονται σύμφωνα με κάποια αρετή δεν είναι πράξεις π.χ. δικαιοσύνης, σωφροσύνης, επειδή έχουν κάποια χαρακτηριστικά, αλλά αν αυτός που τα πράττει τα πράττει έχοντας ορισμένα χαρακτηριστικά (αν ενεργεί έχοντας ακριβή γνώση, αν οι πράξεις είναι αποτέλεσμα επιλογής και προτίμησης γι’ αυτές καθαυτές τις πράξεις, αν υπάρχει επιμονή και σταθερή προσήλωση σ’ αυτές τις πράξεις)
4.     Αυτές οι προϋποθέσεις αφορούν τις αρετές. Για την κατοχή των άλλων τεχνών δεν προαπαιτούνται, αφού είναι αρκετή μόνο η γνώση των τεχνών.
5.     Για την κατοχή των αρετών η γνώση δεν έχει απόλυτη αξία, αλλά μερική. Ο Αριστοτέλης διαχωρίζει τη γνώση από την αρετή (σε αντίθεση με το Σωκράτη που υποστήριζε ότι η γνώση είναι αρετή). Μπορεί κάποιος να ξέρει ποιοι είναι οι σωστοί σκοποί και οι σωστοί δρόμοι της ζωής, αλλά όλα αυτά να αδρανούν την ώρα της πράξης
6.     Οι πράξεις λέγονται δίκαιες ή σώφρονες, όταν γίνονται / εγγράφονται μέσα στο πλαίσιο που προαναφέραμε.
Συμπέρασμα: Ο άνθρωπος που δεν κάνει επανειλημμένα τις πράξεις αυτές μέσα στο πλαίσιο που προαναφέραμε δεν πρόκειται να κατακτήσει ποτέ τις αρετές.

Άρα: ένας άνθρωπος είναι ενάρετος ή ενεργεί ενάρετα, όταν ενεργεί:
α) γνωρίζοντας, έχοντας συνείδηση του τι πράττει
β) επιλέγοντας την πράξη για χάρη της ίδιας της πράξης, έχοντας επιλέξει ενσυνείδητα τις πράξεις αυτές και έχοντας δηλώσει καθαρά την προτίμησή του γι’ αυτού του είδους τις πράξεις
γ) έχοντας κάνει τις πράξεις αυτές μόνιμο, σταθερό και αμετάβλητο τρόπο συμπεριφοράς.

ü      Ο Αριστοτέλης τονίζει εδώ με ακρίβεια τη διάκριση ανάμεσα στα δύο στοιχεία που προϋποθέτει μια απόλυτα αγαθή πράξη: (α) ότι η δεδομένη πράξη είναι η ορθότερη δυνατή στις συγκεκριμένες συνθήκες, και (β) ότι τα κίνητρά της είναι αγαθά.



[1] Αριστοτέλης, Μετά τα φυσικά, Θ5. 1047b 31-35:
[2] Στα νέα ελληνικά δεν υπάρχει ακόμη διαμορφωμένο δόκιμο λεξιλόγιο, αλλά χρησιμοποιούνται οι φράσεις από την αρχαία ελληνική.
[3] Αριστοτέλης, Μετά τα φυσικά, Θ8. 1049b 10-27
[4] «Ο ισχυρισμός του Αριστοτέλη ότι γινόμαστε αγαθοί, πράττοντας αγαθά έργα, εμπεριέχει ένα παράδοξο· πώς μπορούμε να πράττουμε αγαθά έργα, αν δεν είμαστε οι ίδιοι αγαθοί; Γι' αυτό αναλαμβάνει κατόπιν να εξηγήσει τη διαφορά ανάμεσα στις πράξεις που προσδίδουν αρετή και σε αυτές που απορρέουν από την αγαθή φύση. Ακόμη και στις τέχνες υπάρχει ένα παράλληλο εν μέρει φαινόμενο· λ.χ. είναι δυνατό να συζητά κανείς για σωστή γραμματική χωρίς να γνωρίζει τους κανόνες της γραμματικής. Αλλά στις τέχνες εκείνο που έχει σημασία είναι η ορθή πρακτική, ενώ δεν θα πούμε ποτέ ότι ένας άνθρωπος είναι ενάρετος ή ενεργεί ενάρετα παρά μόνο αν ενεργεί (1) γνωρίζοντας τι πράττει, (2) επιλέγοντας την πράξη χάριν της ίδιας της πράξης και (3) ακολουθώντας μια σταθερή ψυχική διάθεση. Επομένως το παράδοξο αναιρείται· οι πράξεις που προσδίδουν αρετή, εξωτερικά μόνο μοιάζουν με τις πράξεις που γεννά η αρετή, και όχι στον εσωτερικό τους χαρακτήρα. Ο Αριστοτέλης τονίζει εδώ με ακρίβεια τη διάκριση ανάμεσα στα δύο στοιχεία που προϋποθέτει μια απόλυτα αγαθή πράξη: (α) ότι η δεδομένη πράξη είναι η ορθότερη δυνατή στις συγκεκριμένες συνθήκες, και (β) ότι τα κίνητρά της είναι αγαθάW. D. Ross, σ. 274-275