Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2010

Αριστοτέλης, Πολιτικά: Ενότητα 20, Οι στόχοι της παιδείας

Στόχοι ενότητας 20:
Να μάθουν οι μαθητές και οι μαθήτριες:
ü     ότι η εκπαίδευση και γενικότερα η παιδεία των πολιτών είναι ευθύνη της πολιτείας,
ü     ότι αυτή η εκπαίδευση έχει ως σκοπό τη διαμόρφωση της προσωπικότητας των πολιτών,
ü     ότι η παιδεία πρέπει να έχει στόχο την άσκηση στην αρετή.

Σύνδεση με τις προηγούμενες ενότητες
Το απόσπασμα αυτό βρίσκεται στο τελευταίο βιβλίο (Θ΄) των Πολιτικών του Αριστοτέλη.
Στις ενότητες που προηγούνται της παιδείας ο Αριστοτέλης ασχολήθηκε με το θέμα του γάμου και της τεκνοποιΐας και άρχισε να πραγματεύεται το ζήτημα της αγωγής των νέων. 

Το περιεχόμενο του κειμένου που προηγείται σχετικά με την αγωγή των νέων
[Το κείμενο δίνεται μεταφρασμένο στο πρώτο σχόλιο του Βιβλίου]
1.     Είναι υποχρέωση του νομοθέτη να ασχοληθεί πολύ σοβαρά με το ζήτημα της αγωγής των νέων.
2.     Η παραμέληση της παιδείας βλάπτει το ίδιο το πολίτευμα.
3.     Οι νέοι πρέπει να παίρνουν μόρφωση ταιριαστή με το πολίτευμα της πόλης τους.
4.     Όπως και στην εκμάθηση μιας τέχνης, έτσι και για τις πράξεις αρετής χρειάζεται η άσκηση.
5.     Η παιδεία πρέπει να είναι μία και ίδια για όλους.
6.     Η φροντίδα για την παιδεία πρέπει να αφήνεται στο δημόσιο και όχι στην ιδιωτική πρωτοβουλία.
7.     Για την επίτευξη ενός στόχου κοινού για όλους, κοινή πρέπει να είναι και η άσκηση.
8.     Ο κάθε πολίτης πρέπει να πιστεύει ότι όλοι οι πολίτες πρέπει να ανήκουν στην πόλη και όχι στον εαυτό τους.
9.     Η φροντίδα για κάθε ξεχωριστό μόριο (πολίτη) της πόλης πρέπει να είναι απολύτως συνταιριαγμένη με τη φροντίδα για το σύνολο.
10.  Έπαινος στους Λακεδαιμόνιους για την αγωγή των παιδιών τους και για το κοινό για όλους εκπαιδευτικό σύστημά τους.

Ο πολιτικός χαρακτήρας της παιδείας
Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη η παιδεία έχει πολιτικό χαρακτήρα.
Αυτό το τεκμηριώνει με μια σειρά επιχειρημάτων που τίθενται τόσο στο κείμενο που δίνεται στο πρωτότυπο όσο και σε αυτό που δίνεται μεταφρασμένο. Τα επιχειρήματα αυτά είναι:
1.     Η παιδεία πρέπει να κινεί το ενδιαφέρον του πολιτικού και του νομοθέτη.
2.     Η παιδεία έχει πολύ μεγάλη σημασία και για τη συνολική ζωή της πόλης (= κράτους) όσο και για τη ζωή του κάθε πολίτη ξεχωριστά.
3.     Αν παραμεληθεί  το ζήτημα της παιδείας των νέων, βλάπτεται –πριν από όλα- το πολίτευμα της πόλης τους.
4.     Η φροντίδα της παιδείας πρέπει να ανήκει στο δημόσιο, δηλαδή να είναι αντικείμενο κρατικής μέριμνας, και όχι στην ατομική πρωτοβουλία, επειδή οι πολίτες ως σύνολο έχουν ένα σκοπό.
Ο Αριστοτέλης δεν απομονώνει την πολιτειακή τάξη από τον τρόπο ζως και την παιδεία που προϋποθέτει η διατηρσ της [...] Για να ακολουθηθεί ο τρόπος ζωής που ταιριάζει στο κάθε πολίτευμα πρέπει να υπάρχει η αντίστοιχη μορφή παιδείας, που ποικίλλει ανάλογα με τους σκοπούς της κάθε πολιτείας. Το γεγονός ότι η πολιτεία προϋποθέτει και ταυτόχρονα καθορίζει τον τρόπο ζωής και την παιδεία, η οποία εξασφαλίζει τη σταθερότητά της, επιβεβαιώνει την άποψη του Αριστοτέλη για την αλληλοεξάρτηση ηθικής και πολιτικής.
5.     Όλοι οι πολίτες ανήκουν στην πόλη και όχι στον εαυτό τους. Επομένως κοινή πρέπει να είναι η άσκηση για την επίτευξη ενός κοινού στόχου. Αυτή η κοινή άσκηση, που θα οδηγήσει τους πολίτες σε πράξεις αρετής, την εξασφαλίζει η δημόσια παιδεία.
6.     Η φροντίδα για το άτομο πρέπει να γίνεται σε απόλυτο συνταίριασμα με τη φροντίδα για το σύνολο. Αυτό προσφέρεται με την αγωγή που προσφέρεται με ένα δημόσιο, κοινό για όλους σύστημα. Άρα λοιπόν ίδια παιδεία για όλους. Όταν όμως λέμε για όλους και προχωράμε σ’ αυτή τη γενίκευση πρέπει να γνωρίζουμε ότι Ο Αριστοτέλης αναφέρεται στην παιδεία των ελεύθερων πολιτών και είναι σημαντικό ότι υποστηρίζει τη δημόσια εκπαίδευση αιώνες πριν από το Διαφωτισμό και τη στιγμή που η ιδιωτική εκπαίδευση στην εποχή του ήταν πολύ ανεπτυγμένη. (Εξάλλου ο Αριστοτέλης είχε τη δική του φημισμένη σχολή, το Λύκειο).
7.     Τα θέματα της παιδείας πρέπει να τα ρυθμίζει η πολιτεία με νόμους[1].
Συμπέρασμα: Από όλα αυτά συνάγεται ότι η παιδεία είναι ένα πολιτικό ζήτημα που αφορά όλη την πόλη ως σύνολο. Άρα ο πολιτικός της χαρακτήρας είναι εμφανέστατος.  

Η αναφορά του Αριστοτέλη στο εκπαιδευτικό σύστημα [...] είναι κατά μείζονα λόγο τελολογική και συνδέεται με τις αντιλήψεις που υποστηρίζει σχετικά με τους στόχους των ευρύτερων πολιτικών μορφωμάτων. Ο φιλόσοφος έχει στη σκέψη του την εικόνα μιας πόλης, της οποίας το κάθε μέλος θα γνωρίζει ακριβώς την αποστολή και τη λειτουργία που έχει αναλάβει, ή την απασχόληση που του έχουν αναθέσει, καθώς θα περιορίζεται αποκλειστικά και μόνο στην ανταπόκριση απέναντί τους. Με τις ανωτέρω προϋποθέσεις θα εξασφαλιστούν στην πόλη οι αναγκαίες συνθήκες, ώστε οι πολίτες ως συλλογικό μόρφωμα και ως μονάδες να οδηγηθούν στο «εὖ ζῆν». Όμως αναγκαίος όρος για να πραγματοποιηθούν αυτές οι προοπτικές είναι να διαπαιδαγωγηθούν οι πολίτες ηθικά και να καλλιεργηθούν πνευματικά. Ο φιλόσοφος επιθυμεί επίσης την ενότητα της πόλης, κάτι που βασίζεται στην παιδεία του κάθε πολίτη ως του ατόμου εκείνου το οποίο θα έχει κατανοήσει την οργανική σχέση του με το ευρύτερο πολιτικό πλαίσιο εντός του οποίου δραστηριοποιείται. Η παιδεία είναι έργο του νομοθέτη - αφού η νομοθετική δραστηριότητα είναι τμήμα της πολιτικής επιστήμης-, ο οποίος έχει φροντίσει να διδάξει στον νέο ότι η ηθική που ισχύει στην πόλη-κράτος ως σύνολο είναι ίδια με αυτή του ατόμου. Η πόλη ως έλλογο μόρφωμα διακρίνεται για την ηθικότητα, την ελευθερία και την αυτάρκειά της. Το «τέλος» της είναι το «εὖ ζῆν» των πολιτών, το να φθάσουν δηλαδή όλοι στον απώτερο σκοπό, που δεν είναι άλλος παρά η κατάκτηση της ευδαιμονίας.

Περιεχόμενο κα στόχοι της παιδείας
Τα επιχειρήματα (06) και (07) στην ουσία αποτελούν δύο προϋποθέσεις για το ζητούμενο, το αιτούμενο, τι πρέπει να γίνει.
Οι δυο αυτές προϋποθέσεις δεν απαντούν όμως σε δύο βασικά ερωτήματα:
1.     Ποιο θα είναι το περιεχόμενο αυτής της παιδείας; Με άλλα λόγια: τι θα μαθαίνουν οι νέοι και γιατί θα μαθαίνουν αυτά και όχι κάποια άλλα;
2.     Με ποιον τρόπο θα πρέπει να ασκείται η παιδεία;
Σε ό,τι αφορά το πρώτο ερώτημα ο Αριστοτέλης προχωρά σε τρεις (03) διαπιστώσεις:
1.     η πρώτη διαπίστωση είναι ότι δεν υπάρχει ταυτότητα απόψεων σχετικά με το τι πρέπει να μαθαίνουν οι νέοι ώστε να κατακτήσουν την αρετή και οδηγηθούν στον καλύτερο δυνατό τρόπο ζωής.
2.     η δεύτερη διαπίστωση είναι ότι υπάρχει ασάφεια ως προς το στόχο της παιδείας: η παιδεία πρέπει να έχει στόχο την καλλιέργεια και την άσκηση του νου ή να στοχεύει στη διαμόρφωση του ηθικού χαρακτήρα;  Δηλαδή η παιδεία πρέπει να προσφέρει:
®   αυτά που είναι χρήσιμα στη ζωή;
®   αυτά που οδηγούν στην αρετή;
®   αυτά που απλώς προάγουν τη γνώση (τα πέρα από τις καθημερινές μας ανάγκες);
Η απάντηση: Για τον Αριστοτέλη τα παιδιά πρέπει να μαθαίνουν χρήσιμα πράγματα, αλλά από αυτά μόνο εκείνα που:
®  Είναι πρώτης ανάγκης
®  Ταιριάζουν σε ελεύθερους ανθρώπους
®  Δεν κάνουν ευτελή και τιποτένιο εκείνον που τα μαθαίνει.
[Είναι φανερό ότι ο Αριστοτέλης δέχεται τη σύζευξη του χρήσιμου με το ηθικό[2]]
3.     Η τρίτη διαπίστωση είναι ότι δεν υπάρχει καμιά απολύτως συμφωνία για το ποιες σπουδές οδηγούν στην αρετή. Το αποτέλεσμα είναι να υπάρχει πολύ μεγάλη ποικιλία απόψεων για τον τρόπο με τον οποίο μπορεί ένα άτομο να ασκηθεί στην αρετή.

Η ἐμποδών παιδεία
Σε ένα άλλο χωρίο των Πολιτικών του ο Αριστοτέλης μας πληροφορεί για το τι περιλάμβανε η παιδεία την εποχή του:
1.     Ανάγνωση και γραφή
2.     Γυμναστική
3.     Μουσική
4.     Σχέδιο και ζωγραφική (μερικές φορές)
ü       Δεν αναφέρεται η αριθμητική γιατί αυτή, στην Αθήνα, διδασκόταν στο σπίτι.
ü       Οι νέοι αποκτούν γνώσεις χρήσιμες στη ζωή με τα αντικείμενο (01) και (04)
ü       Οι νέοι ασκούνται στην ανδρεία με το αντικείμενο (02)
ü       Οι νέοι αποκτούν γνώση χρήσιμη για τη ζωή η οποία όμως έχει και ηθική επίδραση με το αντικείμενο (03).



[1] Πρβλ. Αισχίνης, Κατά Τιμάρχου, 7-8: «Προσήκειν δ γωγε νομίζω, ταν μν νομοθετμεν, τοθμς σκοπεν, πως καλς χοντας κα συμφέροντας νόμους τ πολιτεί θησόμεθα, πειδάν δὲ νομοθετήσωμεν, τοῖς νόμοις τοῖς κειμένοις πείθεσθαι, τους δὲ μὴ πειθομένους κολάζειν, εἰ δεῖ τὰ τῆς πόλεως καλῶς ἔχειν. Σκέψασθε γὰρ, ὦ Ἀθηναῖοι, ὅσην πρόνοιαν περὶ σωφροσύνης ἐποιή-σατο ὁ Σόλων ἐκεῖνος, ὁ παλαιός νομοθέτης, καὶ ὁ Δράκων καὶ οἱ κατὰ τοὺς χρόνους ἐκείνους νομοθέται. Πρῶτον μὲν γὰρ περὶ τῆς σωφροσύνης τῶν παίδων τῶν ἡμετέρων ἐνομοθέτησαν, καὶ διαρρήδην ἀπέδειξαν ἃ χρὴ τὸν παῖδα τὸν ἐλεύθερον ἐπιτηδεύειν, καὶ ὡς δεῖ αὐτὸν τραφῆναι, ἔπειτα δεύτερον περὶ τῶν μειρακίων, τρίτον δἐφεξῆς περὶ τῶν ἄλλων ἡλικιῶν, οὐ μόνον περὶ τῶν ἰδιωτῶν, ἀλλά καὶ περὶ τῶν ῥητόρων. Καὶ τούτους τοὺς νόμους ἀναγράψαντες ὑμῖν παρακατέθεντο, καὶ ὑμᾶς αὑτῶν ἐπέστησαν φυλακάς» [= Πρέπει δε, νομίζω, όταν νομοθετούμε, να αποβλέπουμε στο πώς θα κάνουμε στο κράτος καλούς και ωφέλιμους νόμους, αφού δε νομοθετήσουμε, να συμμορφωνόμαστε με τους κείμενους νόμους και να τιμωρούμε όσους δε συμμορφώνονται, αν θέλουμε να είναι η πόλη ευτυχισμένη. Αναλογισθείτε πράγματι, ω Αθηναίοι, πόσο προνόησαν για τα ήθη, ο Σόλωνας εκείνος, ο παλαιός νομοθέτης και ο Δράκοντας και οι άλλοι νομοθέτες των χρόνων εκείνων. Διότι πρώτα πρώτα ρύθμισαν νομοθετικά τη διαγωγή των παιδιών και με κάθε λεπτομέρεια καθόρισαν πώς πρέπει να ζει το ελεύθερο παιδί και ποια ανατροφή να λαμβάνει, κατόπιν έθεσαν νόμους δια τους νέους, και δια τας άλλες ηλικίες, όχι μόνον δια τους ιδιώτες, αλλά και δια τους δημοσίους άνδρας. Τους δε νόμους αυτούς χάραξαν πάνω σε πλάκες και τους άφησαν ως παρακαταθήκη, ορίζοντες έτσι ότι σεις θα είστε φύλακες αυτών].

[2] Βλ. και In. Düring, Ο Αριστοτέλης. Παρουσίαση και ερμηνεία της σκέψης του. τ. Β΄, μετάφραση: Α. Γεωργίου-Κατσιβέλα, Αθήνα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας (ΜΙΕΤ) 1994, σ. 276- 277  «Τι πρέπει να μαθαίνουν τα αγόρια και πώς πρέπει να οργανωθεί η πορεία των σπουδών: [...] Ως συνήθως ο Αριστοτέλης ακολουθεί τη μέση οδό. Δεν πρέπει να παραμελύμε το χρήσιμο· η ανάγνωση, η γραφή και το σχέδιο είναι ικανότητες που χρειαζόμαστε στις συναλλαγές όσο και στην άσκηση του δημόσιου καθήκοντος. Το χρήσιμο όμως είναι μόνο μέσο για το σκοπό· δεν αρμόζει σε ελέυθερους ανθρπωπους να αναζητούν παντού τη χρησιμότητα. Πρέπει να γυμναζόμαστε και να αθλούμαστε, χωρίς όμως να θεωρούμε τη γυμανστική και την άσκηση αυτοσκοπό, όπως οι Σπαρτιάτες, αλλά θεραπευτικά μέσα· η χρησιμοποίησή τους χαλαρώνει την ψυχή και, με τη χαρά που της δίνει, την ξεκουράζει. Γενικώς, πρέπει να διακρίνουμε τις ελεύθερες από τις ανελεύθερες ενασχολήσεις. Οι τελευταίες καθιστούν τον ελεύθερο άνθρωπο ανίκανο να εκπληρώσει τις απαιτήσεις της αρετης. Περιορίζουν και υποβαθμίζουν τη σκέψη μας. Η διδασκαλία πρέπει να μην υπερβαίνει ορισμένα όρια· δεν πρέπει να την χαρακτηρίζει υπερβολικό ζήλος στην προσπάθεια να επιτευχθεί το τέλειο».