Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2010

Αριστοτέλης, Πολιτικά: Ενότητα 16, Ο πολίτης ορίζεται από τη συμμετοχή του στην πολιτική

Στόχοι ενότητας 16:
Να μάθουν οι μαθητές και οι μαθήτριες ότι:
ü     τα κριτήρια με τα οποία οριοθετείται η έννοια και η ιδιότητα του πολίτη σύμφωνα με τον Αριστοτέλη και τον τρόπο με τον οποίο καταλήγει ο φιλόσοφος σαυτά.

Τα κριτήρια οριοθέτησης του πολίτη
Α. Ποιος δεν είναι πολίτης
1.     Δεν μπορεί να θεωρείται κάποιος πολίτης μόνο και μόνο επειδή είναι εγκατεστημένος σ’ έναν τόπο. Αποκλείονται έτσι οι δούλοι και οι μέτοικοι, παρόλο που είναι εγκαταστημένοι μόνιμα κάπου. Οι μέτοικοι ήταν υποχρεωμένοι να εκπροσωπούνται στις συναλλαγές τους με εκπρόσωπο, τον «προστάτη», ενώ οι δούλοι στερούνταν ολοκληρωτικά τα πολιτικά τους δικαιώματα.
2.     Δεν μπορεί να θεωρείται κάποιος πολίτης όταν από όλα τα πολιτικά του δικαιώματα έχει μόνο το δικαίωμα να εμφανίζεται στα δικαστήρια είτε ως ενάγων είτε ως εναγόμενος. Το δικαίωμα αυτό μπορεί να το έχουν και κάποιοι με ειδικές συμφωνίες. Για παράδειγμα, σε άλλο σημείο των Πολιτικών, αναφέρεται στο παράδειγμα των Καρχηδονίων και των Τυρηννών, που είχαν συνάψει μεταξύ του εμπορικές και στρατιωτικές συμφωνίες, αλλά, παρόλα αυτά, δε θεωρούσαν ότι ανήκαν στην ίδια πολιτική κοινωνία.
Επισήμανση: οὐδ’ οἱ τῶν δικαίων μετέχοντες οὔτως ὥστε καί δίκην ὑπέχειν καί δικάζεσθαι.
ü     Μετά το μετέχοντες δεν πρέπει να υπάρχει κόμμα, γιατί τότε το υποκείμενο της μετοχής (το άρθρο οἱ, καθώς είναι επιθετική/αναφορική μετοχή) θα συμμετείχε σε όλα τα δικαιώματα και, επομένως, θα είχαν και το δικαίωμα να εμφανίζονται και στα δικαστήρια. Τότε όμως το ούτως θα ήταν περιττό. Επίσης το δικαίων εκτός από αντικείμενο της μετοχής είναι ταυτόχρονα και μια γενική διαιρετική (τούτων των δικαίων).
ü     Η μετάφραση της φράσης αυτής έχει ως εξής: ούτε πάλι είναι πολίτες αυτοί που από όλα τα πολιτικά δικαιώματα έχουν μόνο το δικαίωμα να εμφανίζονται στα δικαστήρια και ως εναγόμενοι και ως ενάγοντες. Τα δύο και υφολογικά τονίζουν μια εμφατική/επιτατική συμπλοκή[1] του τύπου και το ένα και το άλλο.
3.     Στο κείμενο που παραλείπεται στην ενότητα 16 και σημειώνεται με αποσιωπητικά ο Αριστοτέλης αποκλείει από τους πολίτες τους νέους και τα παιδιά, τους γέρους (ως «παρηκμακότες»), οι εξόριστοι και οι «άτιμοι», όσοι στερήθηκαν δηλαδή τα πολιτικά τους δικαιώματα.
Β. Τι ορίζει τον πολίτη – Ποιος μπορεί να είναι πολίτης
1.     Η ιδιότητα του πολίτη οριοθετείται από τη συμμετοχή του στη βουλευτική και δικαστική αρχή, που ισοδυναμεί με τη συμμετοχή του σε όλες σχεδόν τις λειτουργίες της πόλης (= κράτους). Πρόκειται για μια άποψη που συναντάμε και στον Πλάτωνα[2] και δείχνει πόσο μεγάλη σημασία απέδιδαν και οι δύο φιλόσοφοι στο θέμα του δικαίου, στο θέμα της τήρησης των αρχών του δικαίου, ως απαραίτητη προϋπόθεση που εξασφαλίζει την ευνομία, την ευταξία, την κοινωνική γαλήνη, την ευημερία, το εὖ ζῆν.

Τί ἐστίν πόλις;
Αφού (όπως ανέφερε στην ενότητα 15) η πόλη είναι ένα σύνολο που αποτελείται από πολλά μέρη και αφού βασικό μέρος της πόλης είναι ο πολίτης ο Αριστοτέλης προχωρά στον ορισμό της πόλης:
ü     Πόλη είναι ένας αριθμός ατόμων που μπορούν να συμμετέχουν στην πολιτική και τη δικαστική εξουσία
ü     Ο αριθμός των πολιτών πρέπει να είναι τόσος ώστε να εξασφαλίζεται η αυτάρκεια της πόλης που συνδέεται άμεσα με την ευδαιμονία (εὖ ζῆν) των πολιτών.

Η σημασία της προσφυγής στη δικαιοσύνη – Μερικές παρατηρήσεις
Σχετικά με το δικαίωμα του πολίτη να καταφεύγει στα δικαστήρια είτε ως κατήγορος είτε ως κατηγορούμενος, προκειμένου να υπερασπιστεί τον εαυτό του και τα συμφέροντά του έχουμε να παρατηρήσουμε τα εξής:
1.     Η αναγνώριση[3] και η θεσμική κατοχύρωση του παραπάνω δικαιώματος είναι βασική παράμετρος κάθε δημοκρατικά οργανωμένης και ευνομούμενης πολιτείας. Ο κάθε πολίτης έχει το δικαίωμα να διεκδικήσει με νόμιμους τρόπους και μέσα από τη δικαστική οδό το δίκαιό του, να αποτρέψει την αδικία σε βάρος του ή να υπερασπίσει τον εαυτό του από άδικες ή αυθαίρετες κατηγορίες προσφεύγοντας στα δικαιοδοτικά όργανα της πολιτείας.
2.     Η δυνατότητα προσφυγής στα δικαστήρια κατοχυρώνει τα δικαιώματα του πολίτη απέναντι:
ü       στην αυθαιρεσία οποιουδήποτε άλλου συμπολίτη του που παραβιάζει τους κανόνες δικαίου αγνοώντας τις υποχρεώσεις του,
ü       περιορίζει την αυθαιρεσία της κάθε λογής εξουσίας και την υποχρεώνει να σέβεται τα πολιτικά και ατομικά δικαιώματα των πολιτών.
3.     Η λειτουργία αυτή ισορροπεί (λειτουργεί εξισορροπητικά) και διασφαλίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που έχουν οι πολίτες. Έτσι μεγιστοποιείται η δυνατότητα για μια όσο το δυνατό ομαλότερη και απρόσκοπτη κοινωνική συμβίωση.
4.     Αυτονόητη προϋπόθεση είναι βέβαια η αμεροληψία των δικαστηρίων και των δικαστών και η μέγιστη δυνατή προσπάθεια από την πλευρά τους για μια όσο γίνεται αντικειμενικότερη απονομή δικαιοσύνης.





[1] Δεν είναι επιδοτικό το πρώτο και συμπλεκτικό το δεύτερο. Αν είχε επιδοτικό/επιτατικό χαρακτήρα θα μεταφραζόταν ακόμη και, έστω και ....
[2] Για τον Πλάτωνα η μη συμμετοχή στις δικαστικές λειτουργίες της πόλης (= κράτους) ισοδυναμεί με μη συμμετοχή στο σύνολο των λειτουργιών της πόλης. Πρβλ. Νόμοι 768 b 2 «ὁ γὰρ ἀκοινώνητος ὢν ἐξουσίας τοῦ συνδικάζειν ἡγεῖται τὸ παράπαν τῆς πόλεως οὐ μέτοχος εἶναι», αλλά και 766 d: «πᾶσα δὲ δήπου πόλις ἄπολις ἂν γίγνοιτο, ἐν ᾗ δικαστήρια μὴ καθεστῶτα εἴη κατὰ τρόπον», όπου μια πόλη δε θεωρείται πόλη (= κράτος) αν δε διαθέτει τακτικά δικαστήρια.
[3] Είναι σημαντικό να αποφεύγεται η χρήση του ρήματος παραχωρώ σχετικά με τα δικαιώματα. Τα δικαιώματα είναι φυσικά και τα έχει ο άνθρωπος. Το ρήμα παραχωρώ ενέχει τη σημασία της διαπραγμάτευσης, άρα και μιας ενδεχόμενης άρσης αυτών ή περιορισμού των.